Ομιλία του Παύλου Χαραμή, πρόεδρου του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ, την εκδήλωση του Ιδρύματος Μαραγκοπούλουγια τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με αφορμή την Πανελλήνια Ημέρα κατά της Βίας στο Σχολείο, με θέμα:    

  «Το βαριά επιζήμιο για την κοινωνία φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας κάθε μορφής. Η αναχαίτιση και κυρίως η πρόληψή του»

Αθήνα, 6 Μαρτίου 2014

Η αυξημένη συχνότητα εμφάνισης περιστατικών βίας στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο που απασχολεί έντονα την εκπαιδευτική κοινότητα όπως και τους ειδικούς που ασχολούνται με τα ζητήματα της παιδικής και νεανικής ηλικίας διεθνώς. Οι επιπτώσεις του τόσο στο σχολικό χώρο όσο και στην ευρύτερη κοινωνία είναι πολλαπλά επιζήμιες. Η έκθεση των παιδιών και των εφήβων στη βία και στην αντικοινωνική συμπεριφορά μπορεί να προκαλέσει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, δημιουργεί αρνητικό κλίμα στο σχολείο, διαταράσσει τις σχέσεις μεταξύ των μελών της σχολικής κοινότητας, ενώ, όπως έχει διαπιστωθεί από σχετικές έρευνες, επηρεάζει αρνητικά και την ίδια τη διαδικασία της μάθησης.

Τόσο στην Ελλάδα όσο και στις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες παρατηρούνται παρόμοιες τάσεις στον τομέα της παιδικής και νεανικής βίας και παραβατικότητας, αν και δεν εμφανίζονται παντού στον ίδιο βαθμό.[1] Ειδικά για τη χώρα μας έχει διαπιστωθεί από πολλούς ερευνητές ότι τα περιστατικά ακραίας βίας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς είναι λιγότερα στα σχολεία μας σε σύγκριση με τα σχολεία άλλων ευρωπαϊκών χωρών.[2] Οφείλουμε ωστόσο να επισημάνουμε ότι η κοινωνική ορατότητα του φαινομένου αυτού είναι δυσανάλογη σε σχέση με τις πραγματικές διαστάσεις του στην ελληνική κοινωνία και αυτό έχει άμεση σχέση με την τάση των μέσων μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ) να προβάλλουν δυσανάλογα τέτοια περιστατικά.

Πολλές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα με αντικείμενο την ενδοσχολική βία και τις επιπτώσεις της μας έδωσαν τη δυνατότητα να κατανοήσουμε ενδιαφέρουσες πλευρές του φαινομένου στους σχολικούς χώρους ή στο σχολικό περίγυρο, και να οδηγηθούμε σε πιο αποτελεσματικές πρακτικές αντιμετώπισης. Οι μελέτες αυτές αναφέρονται κυρίως στη βία με δράστες και θύματα μαθητές/μαθήτριες, όπως επίσης και στη βία που εκδηλώνεται μεταξύ μαθητών/μαθητριών και εξωσχολικών παραγόντων, ενώ φαίνεται να υστερεί η διερεύνηση της βίας που εκδηλώνεται μεταξύ μαθητών/μαθητριών και εκπαιδευτικών ή άλλων ενηλίκων. Συχνά επισημαίνεται πως ένας αριθμός σχετικών περιστατικών παραμένουν αδιερεύνητα, δεν ορίζονται ως βία και σιωπηρά ταξινομούνται ως περιπτώσεις διαφοροποιημένης πολιτισμικά ή ιδιόμορφης προσωπικής συμπεριφοράς. Επίσης, συχνά παρατηρείται το φαινόμενο κάποια όχι αμελητέα περιστατικά βίας να παραμένουν αφανή, γιατί θεωρείται ότι η δημοσιοποίησή τους θα στιγματίσει ιδιαίτερα τους θύτες ή/και τα θύματα, θα μειώσει το κύρος του σχολείου ή θα προκαλέσει προβλήματα που κρίνεται προτιμότερο να αποφευχθούν.  Μια άλλη, εξίσου ενδιαφέρουσα πλευρά του θέματος αφορά τη διαπίστωση σημαντικών κενών σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση της ευθύνης που τυχόν έχουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί θεσμοί στη δημιουργία, αναπαραγωγή ή ενίσχυση της βίας.[3]

Από τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα και ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του ?70 πολλές μελέτες ασχολούνται ιδιαίτερα με το φαινόμενο του συστηματικού εκφοβισμού μαθητών / μαθητριών στο σχολείο (bullying).[4] Πρόκειται για περιστατικά που εμφανίζονται με τη μορφή επανειλημμένων πράξεων βίας, όπως είναι τα χτυπήματα, οι απειλές, οι εκβιασμοί, τα σεξουαλικά υπονοούμενα, οι βρισιές ή άλλες αρνητικές ενέργειες. Εξάλλου, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί και στη χώρα μας αλλά και διεθνώς τα περιστατικά εκφοβισμού με τη χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας (cyber-bullying, cyber-harrasment).[5]

Δύο σημαντικά στοιχεία χαρακτηρίζουν το κλίμα που διαμορφώνεται στην ελληνική κοινωνία το τελευταίο διάστημα. Το πρώτο αφορά την ένταση των ανισοτήτων και την επιδείνωση των δεικτών ανεργίας, φτώχειας, στέρησης, σχολικής διαρροής και κοινωνικού αποκλεισμού που παρατηρείται στην Ελλάδα κυρίως μετά την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών.[6] Το δεύτερο αναφέρεται στην επιδείνωση της κατάστασης στα σχολεία, αλλά και ευρύτερα, λόγω της ενίσχυσης ακραίων ρατσιστικών και φασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως συσχετίζεται άμεσα με την παρουσία και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο της «Χρυσής Αυγής». Το πρώτο από τα δύο αυτά στοιχεία λειτουργεί κατά βάση ως δυνάμει υπόστρωμα που ευνοεί την εμφάνιση περιστατικών ενδοσχολικής βίας κάθε είδους. Το δεύτερο στοιχείο λειτουργεί αυξητικά και νομιμοποιητικά σε ό,τι αφορά την εμφάνιση περιστατικών βίας στα σχολεία.

  Θύτες και θύματα της κάθε είδους σχολικής βίας μπορεί να προέρχονται από οποιαδήποτε  κοινωνική τάξη και ομάδα. Οι έρευνες τείνουν να επιβεβαιώσουν ότι είναι πιο πιθανό να θυματοποιείται και εκφοβίζεται ένα παιδί, όταν υπάρχει ανισορροπία δύναμης και εκτίθεται επανειλημμένα και για αρκετό χρονικό διάστημα σε αρνητικές πράξεις άλλου παιδιού.  Συχνά, επίσης, ο «καλός μαθητής» ή το «καλό παιδί» γίνεται αποδέκτης βίαιων συμπεριφορών από ομάδες ομηλίκων, όταν επικρατούν οι κατάλληλες συνθήκες.

Σε μια προσπάθεια να προσδιοριστούν οι παράγοντες και τα αίτια της ενδοσχολικής βίας πρέπει να συνεκτιμηθούν και ευρύτερες παιδαγωγικές παράμετροι που έχουν σχέση με το σχολικό κλίμα και το σχολικό ήθος που κατά περίπτωση κυριαρχεί. Είναι ευρέως αποδεκτό, για παράδειγμα, ότι το σχολείο σήμερα κυριαρχείται από μια τεχνοκρατική ιδεολογία, που σε μεγάλο βαθμό απηχεί τις αξίες, τις επιδιώξεις και τα προτάγματα μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Σε ένα τέτοιο, άκρως ανταγωνιστικό κλίμα οι εκπαιδευτικοί θεσμοί τείνουν να προάγουν τη βαθμοθηρία, τον ανταγωνισμό, τη στείρα  απομνημόνευση, την τυποποιημένη γνώση, και οδηγούν στην εύκολη κατηγοριοποίηση μαθητριών και μαθητών βάσει των επιδόσεών τους μέσω της εξεταστικής διαδικασίας. Το αποτέλεσμα είναι πολλά παιδιά, που προέρχονται συνήθως από ευάλωτα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, να συναντούν σοβαρές δυσκολίες στη μαθησιακή τους πορεία και να οδηγούνται αβοήθητα στη σχολική αποτυχία. Διαμορφώνουν έτσι χαμηλή αυτοεκτίμηση και ενισχύεται η αίσθησή τους ότι δεν είναι αποδεκτά στο χώρο του σχολείου. Σε αυτές τις συνθήκες η στάση τους απέναντι στο σχολείο και ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει καθίσταται αρνητική και συχνά εκδηλώνεται με επιθετικότητα, παραβατικότητα ή και αυτοκαταστροφικές ενέργειες και τελικά με διακοπή της φοίτησής τους.

Ο τελευταίος νόμος που ψηφίστηκε για το Λύκειο και την τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση (Ν. 4186/2013) αναμένεται ότι θα ενισχύσει τέτοια φαινόμενα. Η καθιέρωση ενός τύπου «πανελλαδικών» εξετάσεων σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, γενικού και τεχνολογικού, με θέματα που θα ορίζονται με κλήρωση από «τράπεζα θεμάτων», θα μετατρέψει το Λύκειο σε ένα συνεχές εξεταστικό ναρκοπέδιο δυσχεραίνοντας σε σημαντικό βαθμό την προαγωγή των μαθητών και μαθητριών από τάξη σε τάξη. Το Λύκειο θα καταστεί ακόμα πιο αποτελεσματικός μηχανισμός ταξικής επιλογής και διεύρυνσης των μορφωτικών ανισοτήτων, ενώ ταυτόχρονα θα υπονομεύσει τη συνεργασία και την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της σχολικής κοινότητας, μαθητές/μαθήτριες και εκπαιδευτικούς.

Η ενδοσχολική βία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αναλύεται χωρίς να συνυπολογίζεται η καθοριστική επίδραση του οικογενειακού καθώς και του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ζουν τα παιδιά και οι έφηβοι. Αυτό το περιβάλλον, στο οποίο συμμετέχουν από τη γέννησή τους και κοινωνικοποιούνται τα παιδιά και οι νέοι, στις μέρες μας έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές. Οι σχέσεις των ανθρώπων, όπως διαμορφώνονται πλέον και κάτω από την επίδραση των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, χαρακτηρίζονται πολλές φορές από βιαιότητα κάθε είδους, που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ανασφάλεια, την ανεργία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας και τις κάθε μορφής ανισότητες. Επίσης, σημαντικός είναι ο ρόλος των τυπικών ή άτυπων ομάδων στις οποίες συμμετέχουν τα παιδιά στον ελεύθερο χρόνο τους εκτός της σχολικής φοίτησης.

Καθοριστική, τέλος, είναι και η επίδραση των ΜΜΕ και ιδίως της τηλεόρασης, στα παιδιά και στους νέους. Όσο σφαλερό είναι να αποδίδονται στην τηλεόραση όλα τα δεινά της σύγχρονης κοινωνίας, άλλο τόσο επιζήμιο είναι να αγνοούνται οι σημαντικές θετικές επιδράσεις της. Πολλά από τα πρότυπα που έχουν τα παιδιά και οι νέοι μας προέρχονται από τον «κατασκευασμένο» κόσμο της μικρής και της μεγάλης οθόνης και των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ο καταιγισμός σκηνών βίας από την τηλεόραση συμβάλλει στη δημιουργία μιας εικόνας για την κοινωνία περισσότερο βίαιης από ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Ας επισημανθεί, ακόμη, ότι και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια συχνά κατακλύζονται από σκηνές βίας, ενώ και μέσω του Διαδικτύου είναι δυνατόν να προβάλλονται πρότυπα βίας και (αυτο-)καταστροφής. Η συχνά άστοχη προβολή από τα μέσα ενημέρωσης της εικόνας ανήλικων θυμάτων και δραστών φτάνει πολλές φορές στα όρια της παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων των παιδιών και διαμορφώνει πρότυπα εκτεταμένης χρήσης βίας ως μέρος της καθημερινής ζωής. Υπάρχουν όμως και ενδιαφέρουσες τηλεοπτικές εκπομπές ή άλλο μιντιακό υλικό που μπορούν να αξιοποιηθούν με πολύ θετικά αποτελέσματα στο πλαίσιο δράσεων κατά της βίας και προαγωγής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στο χώρο του σχολείου.

                Ως Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ είχαμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε με το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τη ΔΟΕ, τον Συνήγορο του Πολίτη (Συνήγορο του Παιδιού) και άλλους φορείς, συναπαρτίζοντας την Επιτροπή Μελέτης των Ομάδων Σχολικής Βίας (Bullyingatschool), με πρωτοβουλία της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, προκειμένου να μελετήσουμε πιο συστηματικά τα προβλήματα της σχολικής βίας. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας πραγματοποιήσαμε μια έρευνα για τη σχολική βία με αντικείμενο τηδιερεύνηση και καταγραφή της γνώμης των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με την ύπαρξη και δράση ομάδων κακοποίησης μαθητών/μαθητριών στα σχολεία.[7]

Η έρευνα έγινε κατά την διάρκεια των σχολικών ετών 2006-07 και 2007-08. Ο χαρακτήρας της έρευνας ήταν ανιχνευτικός και επιδίωξή μας ήταν να μορφώσουμε μια πρώτη, γενική εικόνα σχετικά με την έκταση και κάποια βασικά ποιοτικά χαρακτηριστικά του φαινομένου της ύπαρξης ομάδων κακοποίησης μαθητών και μαθητριών στα σχολεία. Κάποιες από τις διαπιστώσεις και προτάσεις σχετικά με την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας στις οποίες κατέληξε αυτή η έρευνα συμπεριλαμβάνονται στο τελευταίο μέρος της παρούσας εισήγησης.

Πεποίθησή μας είναι ότι για την ουσιαστική αντιμετώπιση των φαινομένων βίας και παραβατικότητας των ανηλίκων απαιτείται μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική κοινωνική, οικογενειακή και εκπαιδευτική πολιτική, που θα συντελεί στη μετάδοση υγιών κοινωνικών και πολιτικών αξιών και σε μια πολυδιάστατη κοινωνικοποίηση των νέων. Ειδικότερα στην τρέχουσα συγκυρία των πολιτικών ακραίας λιτότητας και ενισχυμένης καταστολής, είναι απαραίτητο η αντιμετώπιση της βίας να περιλαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα που αποσκοπούν στην αποτελεσματική υποστήριξη της οικογένειας, στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας.

Το σχολείο και η σχολική κοινότητα διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και των εφήβων. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού σχολείου, η πολυπολιτισμικότητα και η όξυνση των κοινωνικών / ταξικών διαφορών, είναι δυνατόν, εάν απουσιάζουν οι κατάλληλες δομές παρέμβασης, υποστήριξης και προσέγγισης των μαθητριών/μαθητριών  από το εκπαιδευτικό σύστημα, να συνδεθούν με φαινόμενα ενδοσχολικής βίας. Από την άλλη πλευρά, το μέτρο των δυνατοτήτων που υφίστανται ακόμα και στις τρέχουσες συνθήκες για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων μάς το έδειξε ιδιαίτερα πειστικά η περίπτωση του 132ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών.

Ιδιαίτερα πρέπει να απασχολήσει τις αρμόδιες εκπαιδευτικές υπηρεσίες στην τρέχουσα συγκυρία η διάσταση της ενδοσχολικής βίας που συνδέεται με τη διάδοση ρατσιστικών και φασιστικών αντιλήψεων στα σχολεία, όπως ήδη έχουμε αναφέρει. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Παιδείας φαίνεται πως έχουν υποτιμήσει το γεγονός ότι, στο βαθμό που η ενδοσχολική βία συνδέεται με αντιλήψεις και πρακτικές που αντιστρατεύονται τη δημοκρατία, εξιδανικεύουν τη βία και προωθούν εγκληματικές πρακτικές στην ελληνική κοινωνία, τα προβλήματα στα σχολεία μπορούν να επιδεινωθούν σε απροσδόκητο βαθμό. Από την άλλη πλευρά, η εξασφάλιση κοινοβουλευτικής παρουσίας από πολιτικούς σχηματισμούς που διέπονται από αντιδημοκρατικές αντιλήψεις και επιδίδονται σε εγκληματικές δραστηριότητες (αναφέραμε προηγουμένως την περίπτωση της «Χρυσής Αυγής») μπορεί να παράσχει επιπλέον ένα είδος «νομιμοποίησης» και να υποστηρίξει και να ενισχύσει με ποικίλους τρόπους τέτοιες αρνητικές και επιζήμιες πρακτικές και στο χώρο του σχολείου. Η σύσταση ενός Παρατηρητηρίου με αρμοδιότητα την αντιμετώπιση κάθε μορφής  βίας στα σχολεία δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει την απουσία πολιτικών ειδικά σχεδιασμένων για την αντιμετώπιση της ακροδεξιάς ενδοσχολικής βίας.

Το σχολείο, κατά την άποψή μας, πρέπει να καλλιεργεί τις αξίες της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, του σεβασμού της ετερότητας, τις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης. Ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα δεν προάγεται μέσω διαλέξεων και κανονιστικών ελέγχων. Το ίδιο το σχολικό περιβάλλον πρέπει να αποτελεί έμπρακτο παράδειγμα ενός τρόπου ζωής που βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα και να αναδεικνύει τα οφέλη που προκύπτουν από την εφαρμογή τους.

Σε ό,τι αφορά το παιδευτικό αποτέλεσμα, το σχολείο πρέπει να παρέχει πολύπλευρη  και ουσιαστική μόρφωση σε όλα τα παιδιά και να διασφαλίζει τη δυνατότητα καλλιέργειας των ιδιαίτερων ταλέντων και ικανοτήτων τους χωρίς φραγμούς και διακρίσεις, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό.  

Επίσης, είναι σημαντικό οι μαθητές/μαθήτριες να έχουν συχνά την ευκαιρία να συζητούν με τους εκπαιδευτικούς και να ενημερώνονται σχετικά με το τι είναι ο σχολικός εκφοβισμός, πώς μπορούν να χειρίζονται τέτοιες καταστάσεις και να εκπαιδεύονται σε κοινωνικές δεξιότητες, μέσα από παιχνίδια ρόλων και ομαδικές δημιουργικές δραστηριότητες. 

Σημαντικό ρόλο παίζει η ευαισθητοποίηση και η συνεργασία των γονέων με τη σχολική κοινότητα. Η συνεργασία αυτή είναι πολύτιμη τόσο για την υποστήριξη της μαθησιακής πορείας των παιδιών όσο και για τη διαμόρφωση ενός θετικού παιδαγωγικού κλίματος στα σχολεία και την αποτελεσματική εφαρμογή προγραμμάτων αντιμετώπισης της ενδοσχολικής βίας. Επιπλέον, είναι απαραίτητη η συνεργασία και υποστήριξη του έμψυχου δυναμικού της σχολικής μονάδας με εξειδικευμένους επιστήμονες, όπως είναι οι σχολικοί ψυχολόγοι και οι κοινωνικοί λειτουργοί, και γενικότερα η συνεργασία του σχολείου σε αυτά τα θέματα με τις αρμόδιες υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης και της τοπικής κοινωνίας.

Θα αναφερθώ, τέλος, σε ορισμένα ζητήματα που αφορούν το εκπαιδευτικό προσωπικό. Είναι αναγκαίο, καταρχάς, να προβλεφθεί η παροχή κατάλληλης αρχικής (προπτυχιακής) εκπαίδευσης στους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων προκειμένου να μπορούν να διαχειρίζονται κατά τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την ετερογένεια και την πολυμορφία  της σχολικής τάξης, να αναπτύσσουν μία επαρκή και πολυδιάστατη παιδαγωγική πρόληψης, να προάγουν ένα κλίμα συνεργασίας και αλληλεγγύης, να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα περιστατικά βίας και παραβατικότητας που εμφανίζονται στο χώρο εργασίας τους και να αποτρέπουν το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση τόσο των δραστών ανηλίκων όσο και των θυμάτων συμμαθητών τους.[8]

Η περαιτέρω ενδοϋπηρεσιακή επιμόρφωση των εκπαιδευτικών είναι εξίσου απαραίτητη και σ? αυτό τον τομέα πρέπει να υπάρξει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης.  Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να αντιμετωπίζουν τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ψυχολογικές και κοινωνικές διαστάσεις του  έργου τους. Σημαντική διάσταση της προετοιμασίας τους συνιστά η τακτική ενημέρωσή τους σχετικά με τις υποστηρικτικές δομές και τις υπηρεσίες που εξακολουθούν να είναι διαθέσιμες στην περιοχή τους παρά την πρωτοφανή συρρίκνωση που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια, με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών. Παράλληλα, πρέπει να λαμβάνονται οι αναγκαίες πρόνοιες για την παροχή ιδιαίτερης συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης σε παιδιά που αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα προβλήματα. Ευρύτερες πολιτικές αντιστάθμισης, με συνδυασμό εκπαιδευτικών και κοινωνικών μέτρων υποστήριξης της οικογένειας και του παιδιού, όπως είναι η δημιουργία «ζωνών εκπαιδευτικής προτεραιότητας» για την υποστήριξη των ευπαθών κοινωνικών ομάδων των υποβαθμισμένων και ακριτικών περιοχών, πρέπει να συμπληρώνουν τις συνήθεις αντισταθμιστικές πρακτικές ?που και αυτές τελευταία δοκιμάζονται από τις μνημονιακές πολιτικές-, όπως είναι οι τάξεις υποδοχής και τα φροντιστηριακά τμήματα, η ενισχυτική διδασκαλία ή η πρόσθετη διδακτική στήριξη. Παράλληλα, πρέπει να προωθούνται η διαπολιτισμική και αντιρατσιστική εκπαίδευση και η εκπαίδευση στα ΜΜΕ, σε όλα τα επίπεδα και τους θεσμούς της εκπαίδευσης. Επισημαίνουμε σχετικά ότι η δημιουργία θετικών όρων στην άσκηση του εκπαιδευτικού έργου έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση του παιδαγωγικού κλίματος της σχολικής μονάδας. Άλλωστε, όπως εύστοχα έχει τονιστεί, οι συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών είναι συνθήκες μάθησης των μαθητών.

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αρτινοπούλου, Β.: Βία στο σχολείο. Έρευνες και πολιτικές στην Ευρώπη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001.

Βουλή των Ελλήνων: Ειδική Συνεδρία Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων (15 Φεβρουαρίου 2012) με θέμα «Νέα φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Πολιτικές καταπολέμησης και καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», Αθήνα 2012.

Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου / Ειδική Επιτροπή Μελέτης των Ομάδων Ενδοσχολικής Βίας (ΕΕΜΟΕΒ)? Διεύθυνση Έκδοσης: Αλίκη Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου: Ομαδική βία και επιθετικότητα στα σχολεία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

Μπεζέ, Λουκία (επ.): Βία στο σχολείο βία του σχολείου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.

Ν. 4186/2013 Αναδιάρθρωση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και λοιπές διατάξεις, ΦΕΚ 193, τεύχος  Α΄.

Νικολόπουλος, Δ.: «Ηλεκτρονική παρενόχληση (cyberbullying) στο σχολικό περιβάλλον. Μια σύντομη περιγραφή του φαινομένου», Πρακτικά 1ου Τριήμερου Συμποσίου, 3ο Γραφείο ? Υπεύθυνοι Αγωγής Υγείας και Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Διεύθυνση Δ.Ε. Δ΄ Αθήνας, σελ. 99-106.

Olweus, Dan: Εκφοβισμός και βία στο σχολείο. Τι γνωρίζουμε και τι μπορούμε να κάνουμε, Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου, Αθήνα 2009.

Πανούσης, Γιάννης: «?Ταξικοί? αγώνες με ή χωρίς διαιτητή; Βία στα σχολεία», Ποιν. Δικ., τ. 1, 2006, σελ. 75-84.

Smith, P.K. et al. (eds): The nature of school bulluing, Routledge, London 1999.

Χαραλάμπης, Δ. (επ.): «Κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή της βίας στο σχολικό χώρο ? Εμπλοκή μαθητών σε βιαιότητες και σχολικές αντι-δράσεις», στο: Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ? Βερέβη, Άλκ. (επ.): Το Έργο ?Έρευνα? 1997-2000. Συνοπτική παρουσίαση, Αθήνα 2002, σελ. 422-429.



[1]Βλ., π.χ., Αρτινοπούλου, Β.:Βία στο σχολείο. Έρευνες και πολιτικές στην Ευρώπη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001. Επίσης: Smith, P.K. et al. (eds): The nature of school bulluing, Routledge, London 1999.

[2]Ενδεικτικά, βλ. Χαραλάμπης, Δ. (επ.): «Κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή της βίας στο σχολικό χώρο - Εμπλοκή μαθητών σε βιαιότητες και σχολικές αντι-δράσεις», στο: Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας ? Βερέβη, Άλκ. (επ.): Το Έργο ?Έρευνα? 1997-2000. Συνοπτική παρουσίαση, Αθήνα 2002, σελ. 422-429 (κυρίως: σελ. 426). Επίσης: Πανούσης, Γιάννης: «?Ταξικοί? αγώνες με ή χωρίς διαιτητή; Βία στα σχολεία», Ποιν. Δικ., τ. 1, 2006, σελ. 75-84 (ιδίως σελ. 79 κ.ε.).

[3]Το ζήτημα αυτό αναπτύσσεται διεξοδικά στο: Μπεζέ, Λουκία (επ.): Βία στο σχολείο βία του σχολείου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.

[4]Βλ. Olweus, Dan: Εκφοβισμός και βία στο σχολείο. Τι γνωρίζουμε και τι μπορούμε να κάνουμε, Εταιρεία Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου, Αθήνα 2009.

[5]Βλ., π.χ., Νικολόπουλος, Δ.: «Ηλεκτρονική παρενόχληση (cyberbullying) στο σχολικό περιβάλλον. Μια σύντομη περιγραφή του φαινομένου», Πρακτικά 1ου Τριήμερου Συμποσίου, 3ο Γραφείο ? Υπεύθυνοι Αγωγής Υγείας και Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Διεύθυνση Δ.Ε. Δ΄ Αθήνας, σελ. 99-106.

[6]Για τις κοινωνικές διαστάσεις αυτών των προβλημάτων, βλ. τα Πρακτικά της Ειδικής Συνεδρίας της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής (15/2/2012) με θέμα «Νέα φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Πολιτικές καταπολέμησης και καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», Αθήνα 2012, σελ. 85 κ.ε..

[7]Για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση των μελών της Επιτροπής, η έρευνα τελικά περιορίστηκε στο επίπεδο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Αναλυτική παρουσίασή της περιλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση: Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου / Ειδική Επιτροπή Μελέτης των Ομάδων Ενδοσχολικής Βίας (ΕΕΜΟΕΒ) ? Διεύθυνση Έκδοσης: Αλίκη Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου: Ομαδική βία και επιθετικότητα στα σχολεία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα.

[8]Χρήσιμα στοιχεία σχετικά με την κατάρτιση των εκπαιδευτικών σε θέματα αντιμετώπισης της ενδοσχολικής βίας περιλαμβάνονται στο: Fortin, J.:«Κατάρτιση των εκπαιδευτικών στην πρόληψη των καταστάσεων βίας», στο Μπεζέ, Λουκία (επ.): Βία στο σχολείο βία του σχολείου, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σελ. 93-116.

 

Πρόσθετες πληροφορίες