Ιστορία της Πυλαίας
Η παρακάτω εργασία έγινε από μαθητές Α΄τάξης με την καθοδήγηση της κ. Λώλου το 2000 και παρατίθεται όπως ήταν. Σήμερα έχουν αλλάξει πολλά πράγματα που μπορούν να επικαιροποιηθούν με νέες εργασίες.
Η ιστορία της Πυλαίας είναι μακρόχρονη,μεγάλη και πλούσια σε ιστορικά,κοινωνικά και πολιτιστικά γεγονότα.Σκοπός της σημερινής μας εκδήλωσης η καλύτερη γνώση της παράδοσης της Πυλαίας,του τόπου όπου γεννηθήκαμε και ζούμε.
Η ονομασία Στρέφα ή Στρέψα αναφέρεται από το Θουκυδίδη .Η λέξη αυτή σήμαινε πόλη-πύλη της Θράκης.Το 424π.χ. η Στρέψα αναφέρεται ως περιοχή πολεμικών επιχειρήσεων κοντά στη Χαλκιδική.
Η πόλη της Θεσσαλονίκης για λόγους ασφάλειας από τους διαφόρους επιδρομείς περιβάλλονταν από κάστρα και πύργους..Οι φρουροί της Ανατολικής πύλης είχαν δημιουργήσει ένα συνοικισμό που τον ονόμασαν ?Καπουτζιλάρ? από τη λέξη Καπού που σημαίνει πόρτα.
Η προφορική παράδοση που έφθασε , ως τις μέρες μας , με τη σκυτάλη των γενεών , αναφέρει ότι όταν το 1430 , ο σουλτάνος Μουράτ Β΄ είχε εκπορθήσει την πλευρά του Κάστρου στην Πύλη της Καλαμαρίας ή «Κασσανδρεωτική» (πλατεία Συντριβανίου) , μια ομάδα Βυζαντινών στρατιωτών που θα ήτανε «καστροφύλακες» , εξακολουθούσε να μάχεται απεγνωσμένα , σε άλλο σημείο του Κάστρου , πιο κάτω , ενώ η πόλη , στην πραγματικότητα είχε περιέλθει στα χέρια των Τούρκων . Το γεγονός , λένε έκανε μεγάλη εντύπωση στο Σουλτάνο κι έστειλε στους ηρωϊκούς αυτούς αγωνιστές , προσωπικό μήνυμα , να παραδοθούν . Αυτοί όμως , σύμφωνα με την παράδοση , ήταν αποφασισμένοι να σκοτωθούν ως τον τελευταίο παρά να παραδοθούν . Τελικά , αναφέρεται , αποφάσισαν να θέσουν όρους στο Σουλτάνο , για να παραδοθούν . Αυτός ως φαίνεται εκτιμώντας την ανδρεία και την προσήλωσή τους στην υπηρεσία που είχαν ταχθεί , δέχθηκε τους όρους που πρότειναν οι ίδιοι για να συνθηκολογήσουν .
Αυτοί ήταν:
Να συνεχίσουν το λειτούργημα που είχαν ως τότε ? να παραμείνουν «καστροφύλακες» - και να κρατήσουν στην κυριότητά τους την έκταση γης που κατείχαν , έξω από τα τείχη , στα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης , για να κατοικήσουν με τις οικογένειές τους . Αυτοί κατά την παράδοση , αποτέλεσαν τον πυρήνα του χωριού που από το λειτούργημά τους ονομάστηκαν «ΚΑΠΟΥΤΖΗΔΕΣ» , λέξη τούρκικη που σημαίνει «θυπωποί» , «φύλακες των πυλών» . ασφαλώς όχι των πυλών του κάστρου της Θεσσαλονίκης , αλλά κάποιας πύλης που πρέπει να υποθέσουμε ότι βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της . Και τούτο , γιατί η τοποθεσία του αρχικού χωριού «ΚΑΠΟΥΤΖΗΔΕΣ» έχει εντοπισθεί.
Η σημερινή ονομασία ΠΥΛΑΙΑ καθιερώθηκε το 1927 και δηλώνει την ιδιότητα της Ανατολικής εισόδου εξόδου προς και από τη Θεσσαλονίκη,οδικά αλλά και μέσω του αεροδρομίου ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ που κατασκευάστηκε σε εκτάσεις της Πυλαίας.
Ο σημερινός δήμος Πυλαίας είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση δήμος στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.Έχει έκταση 24.364
Στρέμματα.Είναι αραιοκατοικημένος,περιλαμβάνει εκτεταμμένους χώρους πρασίνου και αναπτύσσεται δυναμικά.
Η Πυλαία την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
Γραπτές μαρτυρίες για το ιστορικό της ίδρυσης του χωριού που το αρχικό του όνομα είναι «Καπουτζήδες», λέξη τούρκικη που σημαίνει «θυρωροί», δεν έχουμε. Η προφορική παράδοση που έφθασε, ως τις μέρες μας, με τη σκυτάλη των γενεών, αναφέρει ότι όταν το 1430, ο Μουράτ Β΄ είχε εκπορθήσει την πλευρά του Κάστρου στην Πύλη της Καλαμαριάς ή «Κασσανδρεωτική» (πλατεία Σιντριβανιού), μια ομάδα Βυζαντινών στρατιωτών που θα ήτανε «καστροφύλακες», εξακολουθούσε να μάχεται απεγνωσμένα, σε άλλο σημείο του Κάστρου, ενώ η πόλη, στην πραγματικότητα έχε περιέλθει στα χέρια των Τούρκων. Το γεγονός, λένε έκανε μεγάλη εντύπωση στο σουλτάνο κι έστειλε στους ηρωικούς αυτούς αγωνιστές, προσωπικό μήνυμα, να παραδοθούν. Αυτοί όμως σύμφωνα με την παράδοση, ήταν αποφασισμένοι να σκοτωθούν ως τον τελευταίο, παρά να παραδοθούν. Τελικά, αναφέρεται, αποφάσισαν να θέσουν όρους στο Σουλτάνο, για να παραδοθούν. Αυτός ως φαίνεται εκτιμώντας την ανδρεία και την προσήλωσή τους στην υπηρεσία που είχαν ταχθεί, δέχθηκε τους όρους που πρότειναν οι ίδιοι για να συνθηκολογήσουν. Αυτοί ήταν: Να συνεχίσουν το λειτούργημα που είχαν ως τότε ? να παραμείνουν «καστροφύλακες» - και να κρατήσουν στην κυριότητά τους την έκταση γης που κατείχαν, έξω από τα τείχη, στα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, για να κατοικήσουν με τις οικογένειές τους. Αυτοί κατά την παράδοση, αποτέλεσαν τον πυρήνα του χωριού που από το λειτούργημά τους ονομάστηκε «ΚΑΠΟΥΤΖΗΔΕΣ» λέξη τούρκικη που σημαίνει «θυρωροί», «φύλακες των πυλών». Ασφαλώς όχι των πυλών του κάστρου της Θεσσαλονίκης, αλλά κάποιας πύλης που πρέπει να υποθέσουμε ότι βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της. Και τούτο, γιατί η τοποθεσία του αρχικού χωριού «ΚΑΠΟΥΤΖΗΔΕΣ» έχει εντοπισθεί.
Ονομασία(Πυλαία-Καπουτζήδες)
Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία, στην Κυπαρισσία της Πελοποννήσου υπήρχαν κάποιοι κάτοικοι που είχαν σχέση με τους πρώην Καπουτζήδες- νυν Πυλαιώτες. Αργότερα όμως η μελέτη του δημάρχου Πυλαίας Καμπουρλάζου υπήρξε σημαντική αναφορά στην διερεύνηση του ονόματος της Πυλαίας. Συγκεκριμένα σημειωνόταν ότι για την ονομασία Καπουτζήδες υπήρχαν δύο γνώμες: α) ότι οι κάτοικοι ήταν άποικοι του χωριού Αρμένιοι, κοντά στην Κυπαρισσία της Πελοποννήσου, όπου βρισκόταν ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ονομαζόταν «Καπουτζή», β) ότι η περιοχή που κατελάμβανε εκτεινόταν μέχρι την πόλη της Καλαμαριάς. Για να έμπαινε λοιπόν, κάποιος στην πόλη της Θεσσαλονίκης έπρεπε να περάσει πρώτα απ? αυτήν την κοινότητα, για να εξεταστεί η ταυτότητά του. Έτσι προήλθε η λέξη Καπουτζήδες ? λέξη τούρκικη, που σημαίνει θυρωροί. Και αργότερα πήρε την ονομασία Πυλαία.
Πυλαία-Στρέψα
Το γεγονός ότι ο Γερμανός αρχαιολόγος CAROLUS EDSON κατά την διάρκεια των ερευνών για τους αρχαίους βωμούς, είχε αναφέρει το όνομα ΣΤΡΕΦΑ προσδιορίζοντας την έκταση της Πυλαίας και το ότι το όνομα αυτό είχε επίσης αναφερθεί από τη Στατιστική Υπηρεσία, κατά την απογραφή του 1928 πράγμα που δημιούργησε προβληματισμό γύρω απ? τη σχέση του ονόματος αυτού με την κατοπινή Πυλαία και τον ακριβή προσδιορισμό της περιοχής αυτής. Έτσι τη διαλεύκανση του ζητήματος ανέλαβαν οι αρχαιολόγοι και οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Διατυπώθηκαν λοιπόν αρκετές υποθέσεις για το θέμα αυτό, οι οποίες φαίνεται να απέχουν αρκετά η μία από την άλλη και να μην ξεκαθαρίζουν το ζήτημα. Ο Άγγλος αρχαιολόγος Hammod αναφέρει ότι στην ιστορία των Περσικών πολέμων η Στρέψα σημειωνόταν ως ?μία πόλη πύλη της Θράκης? στην Ελλάδα. Ως πόλη της Μακεδονίας, δεν τοποθετήθηκε στην περιοχή που αποκτήθηκε απ? την Μακεδονία μετά το 480 π.Χ. ανάμεσα στον Αξιό και το Στρυμώνα. Γύρω στο 424, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις της εποχής φέρνουν τη Στρέψα κοντά στη Χαλκιδική. Την περίοδο μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου Β΄ συνεχίζει ο ίδιος αρχαιολόγος ? τα Βασιλικά, η Στρέψα, η Θέρμη και άλλες περιοχές, αιχμαλωτίστηκαν από τον Παυσανία. Ο Hammond τοποθετεί τελικά τη Στρέψα βορειοδυτικά της Θέρμης στο δρόμο προς την Πέλλα. Συγκεκριμένα την τοποθετεί στο χωριό Inglis (Νέα Αγχίαλος σήμερα), υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει στην περιοχή εκείνη άλλη τοποθεσία, διασταύρωση.
Το Έμβλημα του Δήμου Πυλαίας
Ανάλυση του εμβλήματος:
1. Ο Προφήτης Ηλίας προστάτης των Καπουτζηδιανών μετέπειτα των Πυλαιωτών.
2. Το κάστρο, μας θυμίζει το επάγγελμα των Καπουτζηδιανών, απ? όπου πήραν και την ονομασία τους (καστροφύλακες-φρουροί-θυρωροί) τόσο προ Τουρκοκρατίας όσο και μετά απ? αυτήν.
3. Το φίδι, συμβολίζει τη μετοίκηση των Καπουτζηδιανών από το πρώτο χωριό τους στην σημερινή Πυλαία, εξ? αιτίας δηλητηριωδών φιδιών.
Ο Πόλεμος του ?40
Ο πόλεμος του ?40, είναι ριζωμένος βαθιά στη συνείδηση του ελληνικού λαού καθώς θυμίζει σε όλους δύσκολες και τραγικές στιγμές, ενώ παράλληλα προκαλεί θαυμασμό και συγκίνηση με τον ηρωϊσμό και την εθνική αξιοπρέπεια που επέδειξε ο λαός μας. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος είναι ένα σημαντικότατο κομμάτι της ιστορίας μας, ένα τμήμα της ελληνικής υπόστασης και συνείδησης. Οι Έλληνες αρνήθηκαν την υποταγή και βροντοφώναξαν το «ΟΧΙ». Όχι βροντοφώναξαν και οι Πυλαιώτες στην πλατεία του χωριού, όπου συγκεντρώθηκαν με επικεφαλής τον πρόεδρο της Κοινότητας κάτω από τον δυνατό ήχο της καμπάνας και το θόρυβο της σειρήνας του πολέμου. Οι Πυλαιώτες, όπως όλοι οι Έλληνες πήραν μέρος στον πόλεμο αυτό. Έζησαν τις κακουχίες των Ηπειρωτικών βουνών. Πολλοί απ? αυτούς έζησαν το θρίαμβο της νίκης, άλλοι όμως έπεσαν νεκροί, προασπίζοντας την εθνική τους ακεραιότητα και θυσιάζοντας τη ζωή τους για ανώτερα ιδανικά, για την ελευθερία την ευημερία, την πατρίδα τους.
Τιμημένοι νεκροί της Αλβανίας είναι:
1. Αστέριος Λιάρος
2. Παναγιώτης Μπαμπαράτσας
3. Αντώνιος Νταλακούδης
4. Παρασκευάς Παρασκευάς
5. Χρήστος Γκέλης
6. Κωνσταντίνος Γκαλές
7. Νικόλαος Κουλιούλας
Ανάπηροι πολέμου του ?40:
1. Σπύρος Γουγούσης
2. Αθανάσιος Μάγγος
3. Μενέλαος Ρόζος
4. Γεώργιος Γούσιος
Η αποτυχία της Ιταλίας δεν έφερε το ??αύριο?? που ονειρευόταν ο ελληνικός λαός. Ακολούθησε η ναζιστική Γερμανία, με σκοπό να κατορθώσει ό,τι δεν πέτυχε η φασιστική Ιταλία?.. Ακλούθησαν τα χρόνια της κατοχής, χρόνια στέρησης, πείνας και εξάντλησης. Το δράμα των ανθρώπων των πόλεων πήρε μεγάλες διαστάσεις. Ο σκληρός κατακτητής επέταξε τα ζώα της Πυλαίας, έκανε μπλόκα στο χωριό, συλλήψεις και απάνθρωπες εκτελέσεις. Μέσα απ? τις άθλιες συνθήκες της καταπίεσης και του θανάτου, γεννήθηκε το αντιστασιακό κίνημα, το οποίο πήρα διάφορες ονομασίες σε πανελλήνια κλίμακα. Ο λαός, μορφωμένος και μη, οργανώθηκε στην αντίσταση, ενίσχυε με κάθε τρόπο τον αγώνα. Ο κοινός όμως στόχος της λευτεριάς αργότερα παραγκωνίστηκε και ξεχάστηκε. Ο αγώνας κατά του κατακτητή μετατράπηκε σε μεγάλη πληγή, μεγαλύτερη απ? αυτήν που δημιούργησε ο πόλεμος. Η μεγάλη α υτή πληγή είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Από το 1950 αποκαθίσταται πια η ειρήνη. Οι καινούριες μέρες ανατέλλουν για την Ελλάδα, αλλά και για την Πυλαία.
Έκταση και πληθυσμός της Πυλαίας
Δήμος του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, στην επαρχία και στον νομό Θεσσαλονίκης. Κάτοικοι: 12.015(1981), 20.785 (1991). Βρίσκεται νοτιοανατολικά του κέντρου της πόλης, στον Δήμο Θεσσαλονίκης και στο Πανόραμα, σε υψόμετρο 90μ. Έχει έκταση 24.364 στρέμματα. Η Πυλαία είναι αραιοκατοικημένη, περιλαμβάνει εκτεταμένους χώρους πρασίνου και αναπτύσσεται δυναμικά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως εικαστικό προάστιο, σε σχετική μικρή απόσταση από το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Αναγνωρίστηκε ως κοινότητα το 1913 και ως δήμος το 1982.
Προβλήματα που αντιμετωπίζει η Πυλαία
Ο δήμος της Πυλαίας αντιμετωπίζει πολλά και διάφορα προβλήματα. Κάποια από αυτά, είναι τα εξής:
α) ρυμοτομία: δρόμοι δεν είναι ασφαλτοστρωμένοι και αρκετά μικροί λόγω σπιτιών.
β) φύλαξη σχολείων.
γ) έλλειψη δημοτικών σχολείων. Υπάρχει μόνο ένα δημοτικό το οποίο έχει δύο βάρδιες.
Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΠΥΛΑΙΑΣ
Η ΤΟΠΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΥΛΑΙΑΣ
Είναι από τις ομορφότερες ελληνικες φορεσιές και πραγματικά εντυπωσιακή. Αυτός ο τύπος φορεσιάς κατάγεται από τη φορεσιά της « Βυζαντινής Κυράς » που συνεχίζει στον τομέα της αμφίεσης στην ελληνική και ρωμαϊκή παράδοση με επιδράσεις ασιατικές οι οποίες χρονολογούνται από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου. Οκλοκληρη η φορεσιά ήταν έργο των γυναικών του χωριού.
Τη γυναικία φορεσιά χαρακτιρίζουν :
Α) ο σαγιάς
Β) ο κεφαλόδεσμος (τουλπάνι , τσεμπέρι , πισκίρι )
Γ) η φανέλα
Δ) το πουκάμισο
Ε) το ζωνάρι
Τη φορεσιά συμπληρώνουν φλουρία και άλλα κοσμήματα. Οι σαγιάδες φοριούνταν στις μεγάλες γιορτές (επίσημη φορεσιά της Πυλαίας). Θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο σαγιάς έχει επιλεγεί από την Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και διατίθεται στην αγορά σαν εξαιρετικό δείγμα λαϊκής τέχνης.
Η τοπική ενδυμασία της Πυλαίας Δε διακρινόταν μόνο σε γυναικεία και ανδρική αλλά και σε νυφιάτικη ? γαμπριάτικη , καθημερινή ? γιορτινή , νεανική ? γεροντική. Καταλαβαίνουμε λοιπόν τι πλούσιο θησαυρό από περίτεχνες και ανεκτίμητης αξίας ενδυμασίες μας δαισώζει η παράδοση της πόλης μας.
Όσον αφορά την ανδρική φορεσιά , παλαιότερα ήταν ο τσολίας , αργότερα όμως έγινε απλούστερη χωρίς τόση λεπτομέρια όσο η γυναικεία αλλά πάντα με το χαρακτιριστικό χρυσοκέντητο γιλέκο.
Τέλος , για την κατασκευή τους οι Πυλαιώτισσες χρησιμοποιούσαν κυρίως πολύχρωμες μεταξωτές κλωστές και όσο για το μαλλί το έστριφαν οι ίδιες. Το ράψιμο μιας τέτοιας φορεσιάς οπώς της καπουτζηδιανής αποτελεί μια αληθινή τέχνη.
ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΠΥΛΑΙΑΣ
Τα δημοτικά τραγούδια κάθε περιοχής δίνουν τη δυνατότητα στον λαό να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο και τις σκέψεις του. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στα τραγούδια της Πυλαίας παρατηρούμε οτι οι Καπουτζηδιανοί υπήρξαν και είναι ακόμη παθιασμένοι τραγουδιστές. Τα περισσότερα τραγούδια της Πυλαίας εξυμνούν απλά , καθημερινά γεγονότα , πρόσωπα , δραστηριότητες μέσα από τα οποία προβάλλεται η πίστη σε ιδανικά και αξίες όπως πατρίδα , τιμή , οικογένια , θρησκεία , κ.α.
Όταν κάποιος ακούει για πρώτη φορ΄λα τη μουσική των τραγουδιών συνοδευόμενη από χορό καταλαβαίνει αμέσως τη διαφορετικότητα αυτών των ακουσμάτων που αχνοφέγγουν το Βυζαντινό ηχόχρωμα και αναδύουν άρωμα Μακεδωνικής γης.
Τα δημοτικά τραγούδια της Πυλαίας είναι τραγούδια της αγάπης , του αρραβώνα , του γάμου , του αργαλειού , της δουλειάς , ηρωϊκά και κλέφτικα. Αλλά από αυτά τραγουδούνταν και χορεύονταν ταυτόχτονα και κυρίως στις γιορτές και στα πανηγύρια.
Παραθέτουμε τα πιο χαρακτηριστικά :
1. Ο Καουτζηδιανός Συρτός ή Συρτός της Πυλαίας
2. Ο γνωστός χορός της Παρτάλως
3. Ο Καρσιλαμάς της Σουλτάνας , ένας εξαιρετικός χορός που χαρακτηρίζει την Πυλαία
4. «Όλεςοι Βέργες είναι εδώ»
5. «Η Ροϊδιά»
6. «Γαλάζιος πετεινός λαλεί»
7. «Νύσταξαν τα ματούδια μου»
8. «Τώρα το βράδυ ? βραδάκι»
9. «Του ναύτη η μάνα»
10. «Η Χαϊμανδή»
11. Τραγούδια της νύφης και του γαμπρού
? Ο Καρσιλαμάς της Σουλτάνας ?
Ήβγα Σουλτάνα μου στο παραθύρι
Να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι
Να δεις τον Τούρκο που θα σε πάρει
Δεν τον ηθέλω , δεν τον ηπαίρνω
Ρωμιά γεννήθηκα , Ρωμιά πεθαίνω
Τον Τούρκο άνδρα γω δεν τον παίρνω
Παρτον Σουλτάνα μου έχει καϊκι
Θα σε πηγαίνει στη Σαλονίκη
Δεν τον ηθέλω δεν τον ηπαίρνω
Πωμιά γεννήθηκα , Ρωμιά πεθαίνω
Τον Τούρκο άνδρα γω δεν τον παίρνω
? Όλες οι βέργες είναι εδώ ?
Ο γάμος στην Πυλαία κρατούσε 10 μέρες τις οποίες οι οικογένειες των νέων αφιέρωναν στις προετοιμασίες και τη διασκέδαση.10 μέρες πριν από το γάμο (ημέρα Παρασκευή ) οι φίλες της νύφης έπλεναν και σιδέρωναν τα προικιά της.Το Σάββατο το απόγευμα οι κοπέλες της γειτονιάς έφτιαχναν ένα στεφάνι.Το ίδιο βράδυ η πεθερά επισκεπτόταν τη νύφη και τοποθετούσε το στεφάνι στο κεφάλι της το οποίο τοποθετούσε στο εικονοστάσι.
Τη Δευτέρα το πρωϊ ,μαζεύονταν γυναίκες στο σπίτι της νύφης για να ράψουν τα στρώματα. Στο σπίτι του γαμπρού έπλεναν την προικιά του. Η Τρίτη μέρα , αποφράδα , περνούσε τελείως άπρακτα.
Την Τετάρτη έπλαθαν κλίμα (κουλούρια)που χρησιμοποιούσαν σαν προσκλητήρια. Μέσα στο ζυμάρι έβαζαν το δαχτυλίδι του γαμπρού και όποια το έβρισκε την Κυριακή του γάμου πήγαινε μπροστά στο γαμπρό και ζητούσε χρήματα για να του το δώσει. Τα κλίκια τα έβαζαν σε μικρά τουρβαδάκια υφαντά και τα μοίραζαν σε συγγενείς και φίλους την Παρασκευή.
Το επόμενο Σάββατο το πρωϊ , άρχιζε το σφάξιμο των αρνιών και στη συνέχεια ακολουθούσε γεύμα με τη συνοδεία οργάνων. Το απόγευμα στο σπίτι της νύφης έδειχνα τα προικιά της και του γαμπρού. Το μεσημέρι ακολουθούσε γεύμα : ψάρι γριβάδι
Το γαμπριάτικο κοστούμι ήταν συνήθως φουστανέλα (τσολιάς) ενώ το φόρεμα ήταν ο σαγιάς.
Το μεσημέρι ξεκινούσαν οι φίλοι , οι συγγενείς και οι κουμπάροι , πεζοί για το σπίτι της νύφης. Μολις η νύφη έβγαινε από το σπίτι , προσκυνούσε και φιλούσε το χέρι του κουμπάρου. Αργότερα οι φίλοι του γαμπρού τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο με άσπρο άλογο την προίκα της νύφης. Στη συνέχεια όλη η γαμήλια πομπή ξεκινούσε για την εκκλησία. Ο γαμπρός και η νύφη ήταν ανεβασμένοι πάνω σε δύο άσπρα άλογα. Μετά την τέλεση του θείου Μυστηρίου η πομπή χορεύοντας ξεκινούσε για το σπίτι του γαμπρού και μόλις έφταναν η νύφη έρανε μέσα στο σπίτι ένα ρόδι (σύμβολο γονιμότητας) και ένα μήλο (σύμβολο του έρωτα). Έπειτα σχημάτιζε με , λαμπάδα και μέλι ένα σταυρόπάνω στην πόρτα. Στη συνέχεια έδινε διάφορα δώρα στον κουμπάρο και τους συγγενείς. Το γλέντι συνεχίζονταν μέχρι αργά και ακολουθούσε δείπνο που αποτελούνταν από τα εξής φαγητά : κρέας κατσικίσιο η μοσχαρίσιο ατζέμι πιλάφι (ρύζι με φιδέ και ζαχάρι) και μαύρο ντόπιο κρασί. Με το τέλος της βραδιά οι νεόνυμφοι έφευγαν και πήγαιναν στο σπίτι τους για την πρώτη νύχτα του γάμου τους.
ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΜΟ
Ήταν μεγάλος ο φόβος μήπως οι εχθροί της οικογένειας κάνουν μάγια στο γαμπρό και χάσει τον ανδρισμό του. Θεωρούνταν μεγάλη ατυχία το γεγονός να συναντηθούν δυο νυφικές πομπές. Κατά τη διάρκεια της τελετής αν τα στέφανα συγκρούονταν ή έπεφταν κάτω σήμαινε ότι ο γάμος θα ήταν ασταθής ή ένας από τους δύο συζύγους σύντομα νεκρός.
Άν η νύφη τις ημέρες του γάμου φαινόταν άσχημη θα γεννούσε όμορφα παιδιά. Άν την ώρα του γάμου χιόνιζε το ανδρόγυνο θα ζούσε πλούσια ενώ αν έβρεχε θα ήταν βυθισμένο στη φτώχεια.
Όταν έφτανε η ώρα του «Ησαία χόρευε» οι συγγενείς έριχναν στο ζευγάρι ρύζι , κουφέτα και ανθοπέταλα για να ριζώσει ο γάμος τους.
Οι ανύπαντρες κοπέλες έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους τρία κουφέτα για να δουν στον ύπνο τους ποιον θα παντρευτούν.
Και όταν ο ιερέας έλεγε το «η Δε γυνή ίνα φοβείται τον άνδρα» ο γαμπρός προσπαθούσε να πατήσει το πόδι της νύφης για να είναι ο αρχηγός της οικογένειας.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Η οικογένεια στην Πυλαία ώς και οι περισσότερες οικογένειες την εποχή εκείνη ήταν πατριαρχική Αρχηγός ήταν ο γεροντότερος άνδρας και τα παιδιά έδειχναν τυφλή υπακοή στην πατριαρχική θέληση. Η φτώχια και η ανέχεια εκείνης της οικογένειας αντιμετωπιζόταν από κοινού , έτσι η μάνα ζύμωνε το ψωμί κι επειδή η απόκτηση των ζωντανών ήταν δύσκολη συμβίωναν μαζί οι γονείς με τους παντρεμένους γιούς τους.
Μεγάλη σημασία έδιναν στην τιμή των κοριτσιών και το καλό τους όνομα στη μικρή κοινωνία της Πυλαίας γιατί έδειχνε περηφάνια στην οικογένεια. Τα ζευγάρια εκείνη την εποχή ζούσαν αρμονικά και το διαζύγιο ήταν σχεδόν άγνωστο.
Ο άντρας είχε πλεονεκτική θέση στην οικογένεια αλλά η θέση της παντρεμένης γυναίακας στην Πυλαία δεν ήταν τόσο τρομερή όσο σε άλλες περιοχές. Δικό της καθήκον ήταν το νοικοκυριό , δικό του η χωραφοδουλειά. Μερικές φορές πήγαινε κι εκείνη μαζί του στα χωράφια για να τον βοηθήσει. Όταν όμως η νύφη ήταν έγκυος ή θήλαζε η οικογένεια φρόντιζε να την απαλλάξει από τις βαριές δουλιές. Τέλος , η παρουσία των παππούδων μέσα στην οικογέννεια ήταν πολύ σημαντική για τα παιδιά καθώς τους μετέδιδαν τις προγονικές αρετές του σεβασμού , της εργατικότητας κ.α.
Η ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ
Η απόκτηση των παιδιών θεωρείται ότι φέρνει την επιτυχία καθώς ολοκληρώνει έναν γάμο και συντελεί στην επιβίωση της οικογένειας. Γι? αυτον πίστευαν ότι η στειρότητα σήμαινε δυσμένεια κάποιου θεού. Δεν μπορούσαν βέβαια οι απλοϊκοί άνθρωποι εκείνης της εποχής να φανταστούς ότι στειρότητα οφείλεται σε κάποια ορμονική διαταραχή.
Συνήθως τα παιδιά αποκτούνταν τον πρώτο χρόνο του γάμου και γινόταν αυτό η χαρά όλων ήταν μεγάλη.
ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ
Όταν η γυναίκα έμενε έγκυος δεν αποκάλυπτε το μυστικό ούτε στον άντρα της γιατί φοβόταν τη «γλωσσοφαγία» , όμως βέβαια αποκαλυπτόταν από τα πρώτα συμπτώμκατα. Υπάρχουν πολλές προλήψεις που καθόριζαν το φύλο του παιδιού όπως , πχ ότι αν ήταν όμορφη θα αποκτούσε κορίτσι ή ότι όταν η κοιλιά της ήταν πεταχτή και πεσμένη θα αποκτούσε αγόρι.
Η ΓΕΝΝΑ
Η γέννα ήταν τόσο δύσκολη παλαιότερα που πολλές φορές άφηνε ελαττώματα στη γυναίκα. Πολλές φορές γεννούσαν ακόμα στα χωράφια βάζοντας σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή τους.
Σχεδόν πάντα όμως η γέννα γινόταν στο σπίτι της με τη μαμή , η οποία εφάρμοζε διλάφορες πρακτικές. Οι μαμές αυτές πρόσφεραν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους κι εδώ αξίζει νααναφέρουμε μια από τις συμαντικότερες μαμές της Πυλαίας που ήταν η ? Μπάμπω Κυράτσω ?. Μετά τη γέννηση η λεχώνα έπρεπε να κάτσει για 40 ημέρες στο σπίτι καθώς θεωρούνταν ακάθαρτη.
ΤΑ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ
Το νεογέννητο το τοποθετούσε η μητέρα σε μια ξύλινη κούνια δίπλα στο κρεβάτι της και το βράδι συνήθιζε να το αποκοιμίζει τραγουδώντας όμορφα
Νανουρίσματα. Σύμφωνα με την Αλεξάνδρα Παραφεντίδου τα νανουρίσματα
ηταν έκφραση της απέραντης στοργής του μανάδων. Προς τα παιδιά τους.
Υπάρχουν βέβαια και τα λεγόμενα ταχταρίσματα που επιδιώκαν τον αντίθετο
Σκοπό απο του νανουρίσματων που συνήθιζαν να λένε οι γυναίκες της Πυλαίας είναι το εξής :
«Έλα ύπνε και πάρε το, Χριστό, αποκοίμισέτο.Πάντος μες στου Μάη τ΄αμπέλι και στου γιάνν΄το περιβόλι, κόψε το ένα σταφύλι, δώσε του και ένα καρπούζι.... Το σταφύλι να το φάει, το καρπούζι να το παίζει να κοιμάται σαν τ΄αρνέλ΄,να ξυπνά σαν μοσχαρέλ΄.....»
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Ο θάνατοςαπό τα πανάρχαια χρόνια ταυτιζόταν με το φόβο ,το μυστήριο και τα βαθιά ερωτηματικά. Ο χριστιανισμός μίλησε για το θάνατο της ανθρώπινης ψυχής και του πνεύματος επενέβη στα ειδωλολατρικά έθιμα ,τα οποία και προσπάθησε να καταργήσει, δεν τα κατάφερε όμως καθώς ήταν βαθιά ριζωμέμα στις ανθρώπινες ψυχές. Τα δημοτικά τραγούδια επιβεβαιώνουν τη μορφή αυτή του θανάτου. Με την εκκλησιαστική παράδοση αλλάζει η εικόνα του όταν εμφανίζεται ο Άγγελος Μιχαήλ. Στην Πυλαία πίστευαν, πως ο θάνατος ήταν μιά αποδημία, όπου όλοι θα πάμε μιά μέρα. Γι?αυτό με ευλάβεια εκτελούσαν τα καθήκοντα προς τον νεκρό, όπως όριζαν οι παραδόσεις.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Μερικά χαρακτηριστικά ομαδικά παιχνίδια που συνήθιζαν να παίζουν τα παιδία της Πυλαίας στ? αλώνια ή στις γειτονιές όπως μας ανέφερε η Κα Μόρφω Ψώμα που επισκέφτηκαμε στο βεστιάριο των παραδοσιακών στολών είναι τα εξής.
<Μπίκο> Το Μπίκο παίζεται με άδεια κονσερβοκούτια που τοποθετούσαν τα παιδιά το ένα πάνω στο άλλο στο κέντρο ενός κύκλου κάτω στη γή. Με μία μπάλα προσπαθούσαν να τα ρίξουν εκτός κύκλου.
<Καρύδια >. Το παιχνίδι αυτό παιζόταν από τα κοριστάκια τις μέρες των Χριστουγέννων. Τοποθετούσαν τα καρύδια στη σειρά και κάθε κορίτσι από συγκεκριμένη θέση έριχνε σ?αυτά μία μεγάλη σιδερένια μπίλια. Αν τα καρύδια έβγαιναν έξω απ? τον κύκλο μέσα στον όποιο τα είχαν τοποθετήσει τότε κέρδιζε.
Ονομαστικά αναφέρουμε άλλα παιχνίδια όπως .
Τσιλίκια ,πινακωτή,τζαμί, σκλαβάκια, ωρολογάς, αγαλματάκια, κουμπάρες,οι τρύπες με τις πέτρες, τα σκαλιστά.
Πριν από τον πόλεμο αλλά και μέχρι τη δεκαετία του ?60 ? ?70 τα παιδικά παιχνίδια ήταν περιορισμένα και ψυχαγωγικά. Όλα παίζονταν έξω από το σπίτι του κάθε παιδιού, στη γειτονιά, στ? αλώνια, αλλά και στα χωράφια. Τα κλασικά παιχνίδια ήταν το κρυφτό, η μπάλα και οι μπίλιες. Άλλα ήταν: α) Τα τσιλίκα, β) Η πινακωτή, γ) Το τζαμί, δ) Το μπίκο, ε) Τα σκλαβάκια, στ) Τα καρύδια, ζ) Ο ωρολoγάς, η) Τα? αγαλματάκια, θ) Οι κουμπάρες, ι) Οι τρύπες με τις πέτρες, κ) Ο Καραγκιόζης, λ) Τα σκαλιστά κ.α.
ΠΥΛΑΙΩΤΙΚΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΕΟΡΤΩΝ
Ο ΜΗΝΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΤΡΥΦΩΝ
Στις 2 του Φλεβάρη στην Πυλαία γινόταν από το λαό μετεωρολογικές προβλέψεις γιατί πίστευαν ότι την ημέρα εκείνη οι ίδιες καιρικές συνθήκες θα επικρατούσαν για 40 ημέρες. Στις 1 του Φλεβάρη γιορτάζει ο Άγιος τρύφωνας, προστάτης των αμπελιών ,και καθώς η Πυλαία ήταν χωριό αμπελουργικό, οι Πυλαιώτες τον τιμούσαν ιδιαίτερα .Τα καπουτζηδιανά σταφύλια και το κόκκινο κράσι ήταν φημισμένα τότε όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την Ελλάδα. Την 1η λοιπόν του Φλεφάρη ,οι Πυλαιώτες σχημάτιζαν μιά πομπή και με επικεφαλείς τους ιερείς και τους ψάλτες, πήγαιναν στο /Πουρνάρι/ στο παρ-εκκλήσι του Αγίου. Ακόμη την μέρα εκείνη οι γεωργοί απείχαν από κάθε γεωργική πράξη.
ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Από την ημέρα του Αγίου Αντωνίου, άρχιζαν οι ετοιμασίες για τις Αποκριές. Πριν μπουν στη Μεγάλη Σαρακοστή, που ήταν νηστεία επτά εβδομάδων, έπρεπε να έχουν αποθέματα δυνάμεων. Την Πέμπτη αυτής της εβδομάδας έκαιγαν τα χοιρινά κρέατα που απέμεναν και την ημέρα αυτή έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα καρναβάλια.Μασκαρεύονταν οι άνθρωποι μικρής ή μεγάλης ηλικίας,γινόταν μικρές παρέες και πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι σκορπώντας κέφι με τα καμώματά τους. Ντύνονταν συνήθως με κουρέλιασμένα ρούχα, γιατί οι πολυτελείς μεταμφιέσεις ήταν άγνωστες την εποχή αυτή.Την Κυριακή της Αποκριάς στην πλατεία της Πυλαίας συγκεντρώνονταν διάφορες παρέες που γινόταν αντικείμενο πειραγμάτων. Την Κυριακή της Τυροφάγου έτρωγαν ψάρι και τυρόπιτες ενώ οι μεταμφιεσμένοι πλήθαιναν.Από κάθε σπίτι ξεκινούσαν οι νέοι να πάνε να βάλουν μετάνοια, δηλαδή να ζητήσουν συγχώρεση από γνωστούς και συγγενείς, για να υποδεχτούν την Μ. Σαρακοστή.
Την ημέρα της Κ. Δευτέρας, ξεχύνονταν μικροί μεγάλοι στις εξοχές για να διασκεδάσουν και να φάνε διάφορα νηστήσιμα εδέσματα. Στην Πυλαία και στο Πανόραμα κατέφθασαν και άλλοι Θεσσαλονικείς που συνήθιζαν να πηγαίνουν στα Καραγάτσια μια κατάφυτη περιοχή της Πυλαίας. Μετά το φαγητό χόρευαν και στη συνέχεια /πετούσαν/ τον πατροπαράδοτο χαρταετό που ήταν τότε πάντα χειροποίητος.
ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Καθώς έμπαινε η Μεγάλη Σαρακοστη σταματούσαν οι γιορτές και τα τραγούδια και άρχιζε η περισυλλογή και η νηστεία. Το πρώτο Ψυχοσάββατο που ήταν της Κρεατινής μοίραζαν τηγανησμένα λουκάνικα και μπουγάτσα. Το δεύτερο που ήταν της Τυρινής μοίραζαν πίτα με τυρί και το τρίτο των Αγίων Θεοδώρων μοίραζαν νηστήσιμα γλυκά που έκαναν οι ίδιες. Τα έθιμα αυτά έχουν σήμερα ατονίσει. Σήμερα στα νεκροταφεία όλες οι γυναίκες ακολουθώντας την παράδοση και πιστεύοντας πως οι ψυχές των πεθαμένων τούτες τις ημέρες φτεροκοπούν ανάμεσα στους ζωντανούς, μοιράζουν νηστήσιμα γλυκά και καραμέλες ενώ ο ιερέας διαβάζει ευχές σε κάθε τάφο.
ΠΑΣΧΑ
Είναι γνωστό το έθιμο που αναβιώνει σπάνιες φορές και σήμερα των Λαζαρίνων. Το Σάββατο του Λαζάρου περπατούσαν απ?ολα τα σπίτια μικρές τσιγγανούλες οι οποίες φορούσαν στο κεφάλι τους στεφάνι από λουλούδια για να πάρουν το φιλοδώρημα τους. Το τραγούδι που έλεγαν ήταν :
«Λάζαρε Πάζαρε πότε θα ΄ρθει το Πάσχα με τα κόκκινα τα αυγά και τάρκούδι την Πασχαλιά»
Από την ημέρα των Βαϊων αρχίζει η Μεγάλη Εβδομάδα.Τα τραγούδια, οι χοροί,οι εργασίες σταματούν. Οι μεγάλες προετοιμασίες και τα γραφικά έθιμα αρχίζουν την Μ.Πέμπτη. Οι παλιές Καπουτζηδιανές συνήθιζαν για το Πάσχα να φτιάχνουν κουλουράκια που ήταν μικρά (φουντουλούδες), καθώς και το κλίκι. Το πρωϊ της Μ. Πέμπτης έβαφαν τα αυγά και άπλωναν ένα κόκκινο πανί σε εμφανές σημείο. Έστειλαν τα παιδιά από το πρωϊ να μαζέψουν αγριολούλουδα τα οποία χρησιμοποιούσαν για το στόλισμα των αυγών. Συγκεκριμένα τοποθετούσαν λεπτά κλαδάκια και άνθη πάνω στα αυγά, τα οποία έδεναν σφιχτά με κομμάτια από μπασμά. Μόλις τελείωνε το βάψιμο των αυγών οι νοικοκυρά έπαιρνε ένα, το γύριζε στο πρόσωπο κάθε παιδιού της λέγοντας : «Κόκκινο,κόκκινο σαν τ?αυγό» Ευχές υγείας για τα παιδιά της.
Το βράδυ της Μ. Παρασκευής γινόταν η συγκινητική ακολουθία του Επιταφίου στην οποία συμμετείχαν μαθήτριες ντυμένες μυροφόρες. Συνήθιζόταν το πρωϊ του Μ.Σαββάτου όλα τα βαφτισίμια να πηγαίνουν κλίκια και αυγά στο νουνό τους και να παίρνουν διάφορα δώρα.Στην Πυλαία το βράδυ της Ανάστασης δεν συνήθιζόταν η μαγειρίτσα αλλά οι τσιγεροσαρμάδες (σαρμούδια)
Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΠΥΛΑΙΑΣ
Κάθε χρόνο στις 20 Ιουλίου γιορτάζεται η μνήμη του Προφήτη Ηλία. Ο Προφήτης ήταν ο προστάτης της Πυλαίας αλλά και των Θεσσαλονικέων .Το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία οι Καπουτζήδιανοί το έλεγαν «Πανηγύρι του Αη-Λιά». Την Παραμονή και Ανήμερα της γιορτής συγκέντρωνε πλήθος προσκυνητών από όλη τη Θεσσαλονίκη . Μόλις πλησίαζαν οι μέρες ,οι Πυλαιώτες άσπριζαν τα σπίτια τους με ασβέστη. Ο Μητροπολίτης Γεννάδιος έδινε ξεχωριστή λαμπρότητα στην εκκλησία μας.Ανήμερα του ¨Αη- Λια στην εκκλησία προσφερόταν φέτα ψωμί και τυρί και άφθονο κρασί.Συνηθιζόταν επίσης και το γνωστό ατζέμ πιλάφι που προσφέρεται ακόμη και σήμερα.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Όταν πλησίαζαν οι γιορτές άρχιζαν και οι προετοιμασίες των νοικοκυρών. Καθαριότητα όπως άσπρισμα και ράψιμο καινούριων ρούχων. Την παραμονή των Χριστουγέννων έσφαζαν το γουρούνι από το οποίο έφτιαχναν λουκάνικα και πάστωναν το υπόλοιπο κρέας.Τις ημέρες εκείνες άνοιγαν και τα καινούρια κρασία αφού πρώτα τα ευλογούσε ο παπάς.
Το παιδί είχε μια ξεχωριστή θέση κι ένα συγκεκριμένο ρόλο. Έψαλλε τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων,πρωτοχρονιάς και Φώτων και αμοιβόταν με γλυκά και χρήματα. Η μάνα ξυπνούσε πολύ πρωϊ ( ανήμερα Χριστουγέννων )για να ζυμώσει την παράδοση χριστόπιτα, την οποία έτρωγαν μετά την κοινωνία στο σπίτι μαζί με κρασί.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΙΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Ακολουθεί ένα ιδιαίτερο Χριστουγενιάτικο παραμύθι που μας φυλάσσει η παράδοση της Πυλαίας.
« Ήταν ένας μύλος τρείς ώρες έξω από το χωριό .Ένα παιδί πάνω στο μουλάρι του ξεκίνησε να πάει να αλέσει για να κάνουν,αλλαγκίτες και γλυκό γαι τα Χριστούγεννα .Κατά τα μεσάνυχτα όταν γύριζε συνάντησε έναν τραγοπόδαρο καλλικάντζαρο οποίος πήδησε πάνω στο μουλάρι του ρωτούσε απο το παιδί τι θα έκανε το αλεύρι. Το παιδί δεν έβγαζε λέξη διότι φοβάται μην του πάρει την φωνή. Μα σαν ο καλλικάτζαρος το καλόπιασε αυτό απάντησε πως θα έφτιαχνε με τη μητέρα του γλυκά και αλλαγκίτες. Τότε ο καλλικάντζαρος ζήτησε να πεί στη μάνα του το βράδυ των Χριστουγέννων ν?αφήσει ένα γεμάτο πιάτο από αλλαγκίτες έξω από το σπίτι κι αυτοί θα έρχονταν να το πάρει.» Απο τότε λοιπόν έχει καθιερωθεί τα σπίτια να αφήνουν γλυκά για τους καλλικάντζαρους,έθιμο που διατηρείται ακόμη στην Πυλαία.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Τα χαράματα της Παραμονής της Πρωτοχρονιας τα μικρά παδιά έβγαιναν παρέες- παρέες ,κρατώντας αναμμένα φανάρια για να πούν τα κάλαντα. Οι γυναίκες έβγαιναν κι έρχιναν στα παιδιά καρύδια, στραγάλια και άλλους ξηρούς καρπούς (μπομπότσαλα) και γλυκά. Αργότερα,ετοίμαζαν τη βασιλόπιτα που την έκοβαν στο βραδινό τραπέζι. Αυτοί που θα τύχαινε το φλουρί έπρεπε την επομένη μέρα να πάει στην εκκλησία και ν?ανάψει κερί. Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς όλοι οι κάτοικοι με τις γυναίκες όλες ντυμένες στα άσπρα έστηναν χορό στον αυλογυρο της εκκλησίας.
ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Το πρωϊ της Παραμονής των Φώτων οι νοικοκυρές,για να φύγουν οι καλικάντζαροι έριχναν στάχτη γύρω από το σπίτι. Ακόμη πετούσαν το παλιό νερό που πιθανόν είχαν στο σπίτι και έπαιρνε καινούριο αγιασμένο από τη βρύση. Αργότερα, περνούσε ο ιερέας και αγίαζε όλα τα σπίτια. ¨Οταν έφευγε η νοικοκυρά έριχνε πίσω του μια άσπρη πέτρα που κρατούσε στο σπίτι από την Πρωτοχρονιά κι έλεγε «Όπως τρέχει η πέτρα πίσω από τον παπά, έτσι να τρέχουν και τα κλωσσόπουλα μου πίσω από την κότα μου.»Το απόγευμα τα παιδιά με έναν σταυρό από κλαδιά και τρία πορτοκάλια στις τρείς κορυφές έψαλλαν τα κάλαντα. Ανήμερα των Φώτων ολόι έπαιρναν αγίασμα απ?την εκκλησία από το οποίο ό,τι περίσσευε ρίχνονταν στα χωράφια,κλαδιά και πορτοκάλια.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
.
Αυτά τα ήθη και τα έθιμα αποτελούν την πολιτιστική παράδοση της Πυλαίας μας.Υπήρξαν ζωντανά κομμάτια της ζωής των παππούδων μας .Αυτά αλλά και όσα άλλα γνωρίζουμε ας τα κρατήσουμε ζωντανά στην καρδιά και το νου μας. Ας συνεχίσουμε όλοι εμείς ,η νέα γενιά της σύγχρονης Πυλαίας ,να μπολιάζουμε τη ζωή μας με την κληρονομιά του χθες ,για να κάνουμε το σήμερα καλύτερο,ευτυχέστερο δημιουργικότερο.
ΤΟ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΤΩΝ ΕΟΡΤΩΝ
Τα Χριστούγεννα άρχιζαν από τη μέρα του Αγίου Φιλίππου, η οποία είναι σαν κι αυτή της Σαρακοστής με τη διαφορά ότι έτρωγαν ψάρι. Όταν πλησίαζαν οι γιορτές, άρχιζαν και οι προετοιμασίες των νοικοκυρών. Την Παραμονή έσφαζαν και το γουρούνι, που έτρεφαν αρκετούς μήνες πριν. Έφτιαχναν λουκάνικα και πάστωναν το υπόλοιπο κρέας το οποίο έτρωγαν μέχρι την Τσικνοπέμπτη. Η Πυλαία, όπως είναι γνωστό, είχε χιλιάδες στρέμματα αμπέλια. Το κρασί ήταν άφθονο και εκλεκτό. Τέτοιες μέρες άνοιγαν και τα καινούρια κρασιά, αφού προηγουμένως, τα ευλογούσε ο παπάς. To παιδί έχει μια ξεχωριστή θέση και ένα συγκεκριμένο ρόλο. Πρώτα απ΄ όλα έψαλλε τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Θεοφανίων. Αμειβόταν με γλυκά και χρήματα κυρίως όμως, με αγάπη. Δεν κέρδιζε όμως μόνο από το καλάντισμα. Οι γονείς, ο νονός και οι συγγενείς πάντα έδιναν κάτι περισσότερο στο παιδί. Η μάνα ξυπνούσε πολύ πρωί για να ζυμώσει τη χριστόπιτα. Ανήμερα των Χριστουγέννων πολύ πρωί χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας.
Μια παράδοση:
Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, έπαιρναν μια πέτρα και την έβαζαν στη φωτιά του τζακιού (σε μερικές οικογένειες αυτό γίνεται και σήμερα ακόμη). Η πέτρα λέγεται κλωσσαριά. Την έβγαζαν από τη φωτιά την ημέρα των Φώτων και την τοποθετούσαν στο κοτέτσι. Τη θεωρούσαν ως προστατευτική για τις κλώσες για να βγάζουν όλα τα αυγά πουλάκια. Τη στάχτη του τζακιού επίσης, την καθάριζαν την μέρα των Φώτων μόνο, και την σκόρπιζαν γύρω από το σπίτι, για να μην έρχονται οι καλικάντζαροι.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Τα χαράματα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα μικρά παιδιά έβγαιναν παρέες παρέες, κρατώντας αναμμένα φαναράκια και φώναζαν. Οι γυναίκες έβγαιναν και έριχναν στα παιδιά καρύδια, φουντούκια, στραγάλια, που ονομάζονταν μπομπότσαλα. Στη συνέχεια ετοίμαζαν τη βασιλόπιτα που την έκοβαν στο βραδινό τραπέζι της παραμονής. Εκείνος στο κομμάτι του οποίου θα βρισκόταν το φλουρί, έπρεπε την επόμενη μέρα να πάει στην εκκλησία και να ανάψει κερί.
Η ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΠΟΥΤΖΗΔΑΣ
Στήν Καπουτζήδα, προάστιο της Θεσσαλονίκης που σήμερα ονομάζεται Πυλαία ,δύσκολα βρίσκει κανείς ζαμανίσια φορέματα. Οι περισσότερες φορεσιές έχουν χαθεί γιατί είχαν τη συνήθεια να φορούν την καλύτερη φορεσιά τους όταν πέθαιναν, στο ταξίδι.
Οι γυναίκες παλιότερα τρέφανε κουκούλι και φτιάχνανε μόνες τους τις μεταξωτές κλωστέςγια το κέντημα της φορεσιάς, όπως οι ίδιες στρίβανε και τα μαλλιά. Με τα μαλλιά, που τα βάφανε σε διάφορα χτυπητά χρώματα, τριανταφυλλί, γαλαζιο, πράσινο, κίτερνο, κιμπαμπένιο, μόρκο, στόλιζαν το σαγιά υφαίνανε τη φούτα, κάνανε τα πλούσια παρδαλίδια της, ετοίμαζαν για την προίκα τους τα κορίτσια μαξιλάρες, βελέντζες, κιλίμια, πετσέτες κτλ.
Τη φορεσιά τη χαρακτηρίζουν : ο σαγιάς που έχει διαφορετικό χρώμα ανάλογα με την ηλικία και τις περιστάσεις ,και ο κεφαλόδεσμος, που καθώς περιστρέφεται γύρω απο τον τράχηλο, καλύπτει το λαιμό και πέφτει πίσω στην πλάτη.
Τη φορεσιά της Καπουτζηδιανής την αποτελούν : η φανέλλα με τα πλεχτά μανίκια, το π(ου)κάμ(ι)σου, ο σαγιάς, το μάλλινο ζωνάρι, η φούτα, το χρυσοκέντητο ζουνάρι, η γούνα, οι κάλτσες ή τα σκουφούνια, οι παντόφλες ή οι γαλέντζες. Ο κεφαλόδεσμος,η κουκούλα όπως τον λένε σχηματίζεται με το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή κάρπα και την άκρη. Τη φορεσιά συμπληρώνουν οι αλυσίδες με τα φλουριά ,το κλεικουτήρι,το σουργούτς ή λούδι, τα κρεματσούλια, τα μπελετζίκια και τα δαχτυλίδια.
Η φανέλα, που φορούν κατάσαρκα οι γυναίκες, είναι ραμμένη με άσπρο μάλλινο ύφασμα φινιμένου από τις ίδιες. Για να ράψουν τη φανέλα διπλώνουν το ύφασμα στα δύο, στο μάκρος, όσο ύψος θέλουν. Στο δίπλωμα κόβουν τη λαιμόκοψη και κάθετα στο κέντρο το άνοιγμα του στήθου, την τραχηλιά έτσι δεν κάνουν ραφή στους ώμους. Κάθετα στον κορμό ενώνουν τα μανίκια, που έχουν φάρδος όσο το ύφασμα και φτάνουν ώς τον αγκώνα. Στα μανίκια αυτά ράβουν τα πρόσθετα πλεχτά μανίκια, τα πλεγμένα απο τις γυναίκες. Λίγο κάτω από τη μασχάλη ράβουν δύο λαγκιόλια σε κάθε πλευρά, ενώ το κενό που αφήνουν ανάμεσα στη μασχάλη και στα λαγκιόλια την αμασκάλ,το ρελιάζουν μ?ένα αγοραστό σταμπωτό ύφασμα, τη σταμπούδα. Στις ζαμανίσιες φανέλες ράβανε εσωτερικά, στη λαιμόκοψη και στην τραχαλιά, ένα ρέλι. Οι φανέλες αυτές ήταν ολόκληρες ραμμένες στο χέρι. Τελευταία τις κεντούσαν με χρωματιστές κλωστές και τις ράβανε στη μηχανή.
Το χοντρό άσπρο μπαμπακερό π(ου)κάμ(ι)σου που φορούσαν πάνω από τη φανέλα ήταν γνεσμένο, φασμένο και ραμμένο από τις ίδιες και είχε το ίδιο σχήμα με τη φανέλα. ¨Ενα μονοκόμματο ίσιο φύλλο σχηματίζει την πλάτη και το μπροστινό χωρίς ραφή στους ώμους-μήκος 2,50μ. Φάρδος υφάσματος 0,38 μ.- και παίρνει δύο λαγκιόλια σε κάθε πλάι- μήκος 1,02 μ. Φάρδος κάτω από τη μασχάλη 0,11μ. Και 0,25 μ. Στον ποδόγυρο. Κάθετα στον κορμό είναι ραμμένα τα μανίκια- μήκος 0,45μ. Γύρω στη λαιμόκοψη βάζουν ένα στενό ? φάρδος 0,02μ. Όρθιο γιακαδάκι.
Κέντημα έχει πάντα το πουκάμισο σε όλα τα μέρη που φαίνονται κάτω από το σαγιά. Τα κεντήματα αυτά είναι μετρητά ,δουλεμένα με μεταξωτές κλωστές και μάλλινα νήματα. Το άνοιγμα της τραχηλιάς είναι τελειωμένο με μιά πολύ απαλή βελονιά- μιά ίση ,μιά λοξή -, το καρίκωμα, και κλείνει με δυό κορδονάκια,με φούντες στην άκρη ,από τις ίδιες κλωστές. Μέσα από το καρίκωμα κεντούν δύο κατακόρυφες ταινίες με διάφορα σχέδια που ανάλογα με το σχήμα τους παίρνουν τις ονομασίες: σκλόπετρα, κουμπαγούδι ,κλωναρούδι της Φάκαινας, γκαρκίτικη που δεν είναι δικό τους σχέδιο, το δανείστηκαν από τα γειτονικά χωριά. Συχνά δίπλα στην ταινία κεντούν κι ένα ξεχωριστό σχέδιο ,το γλαστρούδ(ι), το κλωναρούδ(ι), το μπαλιτσιρούδ(ι)κ.τ.λ
Ο ποδόγυρος έχει σρίφωμα, το στρίψ? ως 0,04μ. Κι ένα μάλλινο κορδόνι, στριμμένο στο χέρι, στην άκρη. Μέσα από το κορδόνι γίνεται το κέντημα με πλάτος 0,10μ. Στα καθημερινά και 0,20 μ. ως 0,25μ. στα τρανά ποκάμισα. ¨Ολο το κέντημα μαζί ,την ποδιά ή πούδα, το σχηματίζουν με μιά στενή λουρίδα σταυροβελονιάς κεντημένη με μαύρη μεταξωτή κλωστή μέσα από το κόκκινο κορδόνι τις πούπκες και διάφορα άλλα σχέδια, παρμένα συνήθως από το φυτικό κόσμο που μπαίνουν μέσα από τις πούπκες, κεντούν μαύρο το βασικό χρώμα που το χρησιμοποιούν σαν φόντο ,και κυρίαρχο ανάμεσα το κόκκινο. Το σχέδιο που συνηθίζουν είναι τα σχηματοποιημένα κλωναρούδια, τοποθετημένα λοξά, κοντά το ένα στο άλλο ,έτσι που νάποτελούν μιά ενιαία σύνθεση. Στις ραφές ,εκεί που ενώνονται τα λαγκιόλια, το κέντημα γυρίζει, κι ανεβαίνει-0,20 μ. ?0,30 μ.-κατακόρυφα και σχηματίζει το μπόι. Σκεπάζουν πάντα τη ραφή με μιά φουσκωτή βελονιά ή με στενή χοντρή νταντέλα, πλεγμένη με το βελονάκι, τη ραγουζέλα και κάνουν το κέντημα συμμετρικά στα δυό πλάγια της ραφής. Το μπόι έχει άλλοτε όμοιο με την πούδα κέντημα κι άλλοτε διαφορετικό. Το πιό συνηθισμένο είναι το μυγδαλωτο τοποθετημένο κατακόρυφα μπαίνει δυό φορές από κάθε πλευρά της ραγουζέλας.
Τα μανίκια έχουν κι αυτά ένα κόκκινο κορδόνι στο στρίφωμα και είναι κεντημένα στο γύρο- ύψος 0,05μ.- 0,10- με τις πούπκες και μέσα απ? αυτές με τα κλωναρούδια .¨Εχουν μπόι όπως ο ποδόγυρος, τα κεντήματά τους όμως δεν έχουν ποτέ το ίδιο σχήμα ,μοιάζουν όμως πολύ γιατί έχουν την ίδια κλίση και τα ίδια χρώματα.
Ο σαγιάς μπαίνει πάνω από το ποκάμισο, αφήνει ακάλυπτα τα κεντήματά του και δίνει την ιδιαίτερη μορφή της στη φορεσιά. Ραμμένος με μπαμπακερό ύφασμα, υφασμένο από τις γυναίκες ,είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά κι έχει μανίκια κοντύτερα από του ποκαμίσου. Το ύφασμα του το δίνανε στον ειδικό τεχνίτη να το βάψει και να το κερώσει για να γίνει γυαλιστερό, σαν αδιάβροχό. Σαγιάδες φτιάνανε άσπρους αλλά και κρεμεζιούς, μαύρους, γαλάζιους, πράσινους, που τους φορούσαν αν?αλογα με την ηλικία και την περίσταση. ¨Ηταν πάντοτε ραμμένοι από τους ραφτάδες που παίρνουνε δυό με τρείς λίρες για το ράψιμο και το κέντημα . Συνήθως οι ραφτάδες ήταν ξένοι . Πήγαιναν στο χωριό με όλη την οικογένειά τους και δούλευαν μαθαίνοντας την τέχνη και στα παιδιά τους . Μόνο μερικές Καπουτζηδιανές κεντήστρες ήταν ειδικές για τους σαγιάδες
Ένα μονοκόμματο ίσιο φύλλο σχηματίζει την πλάτη και τα μπροστινά χωρίς ραφή στους ώμους- μήκος 2,16 μ., φάρδος 0,38μ.- κομμένο κατακόρυφα στο κέντρο για τα μπροστινά . Το κάτω μέρος του σαγιά φαρδαίνει με τέσσερα λοξά φύλλα, τα λαγκιόλια. Ένα λαγκιόλι- μήκος 0,90μ. με μύτη επάνω και 0,21 στον ποδόγυρο- ράβεται σε κάθε πλευρά του κατακόρυφου ανοίγματος και σχηματίζει τις ποδιές του σαγιά. Άλλα δύο μπαίνουν ένα σε κάθε πλάι ? μήκος 0,77μ. μυτερό κάτω από τη μασχάλη , με φάρδος 0,22 μ. στον ποδόγυρο ? και ενώνουν την πλάτη με τα μπροστινά .Τα λαγκιόλια αυτά έχουν στη μέση του φάρδους του ποδογύρου και προς τα πάνω ένα κατακόρυφο άνοιγμα 0,22 μ. περίπου .Στη δεξιά πλευρά ανοίγουν πάνω στο λαγκιόλι μιά τσέπη που τη σακκούλα της τη ράβουν από το ύφασμα του σαγιά. Τα στενά μανίκια του ?0,33μ. περιφέρεια ράβονται ως τον αγκώνα. Όλες οι ραφές του σαγιά γινονταί στο χέρι με βελονιά ,το γαζί.Τις ποδιές του σαγιά τις φοδράρουν μ? ένα τριγωνικό κόκκινο μπαμπακερό ύφασμα, το μπουχασί.
Οι σαγιάδες στολίζουν με κεντήματα στην τραχηλιά ,στις ραφές των ώμων και των μανικιών, στις ποδιές, στο γύρο του ποδογύρου και στην τσέπη .Από το είδος των κεντημάτων αυτών παίρνουν και οι σαγιάδες την ονομασία τους: ο τλικουστός,ο φουντωτός, ο ταβανωτός. Τυπικά για τους σαγιάδες σχέδια είναι οι ρόκες,μικρές και μεγάλες, και τ?αστρούδια. Τα κεντήματα αυτά γίνονται με πολύχρωμα μετάξια και έχουν ορισμένη τάξη στον τρόπο που τοποθετούνται:π.χ. οι ρόκες στις γωνίες της ποδιάς και των ώμων και ανάμεσα τ?αστρούδια με ορισμένη τάξη στα χρώματα,ή τ΄αστρούδια σ? όλο το γύρο του σαγιά ,δίπλα το ένα στο άλλο και οι ρόκες μέσα από την ταινία που σχηματίζουν τ ?αστρούδια.
Την τραχηλιά τη στολίζουν δύο κόκκινες λουρίδες από τους ώμους ως τη μέση. Πάνω στις λουρίδες κεντούν οι γυναίκες με σταυροβελονιά ή ψαροκόκκαλο και με πολύχρωμα μετάξια διάφορα σχέδια ,το σταχτούδικτλ. Ολόγυρα στις λουρίδες ράβουν ένα χρυσό σειρήτι και μέσα απ? αυτό μικρές πολύχρωμες φούντες, τα φλόκια ,γινομένες με μαλλί και . Ο ώμος και η ραφή που ενώνει τα μανίκια στον κορμό είναι στολισμένα μ? ένα φαρδύ χρυσό σειρήτι. Μέσα από την ένωση και στις άκρες της πλάτης κεντούν ρόκες και κάτω απότις ραφές των ώμων κεντούν αστρούδια. Στο τελείωμα των μανικιών, στον καρπό ,βάζουν σ?αλλους σαγιάδες ένα χρυσό σειρήτι και σ? άλλους φλόκια ,ενώ όλοι έχουν χρυσό σειρήτι στον ποδόγυρο . Οι δυό ποδιές ,ο γύρος πίσω και η τσέπη είναι πάντα κεντημένες με ρόκες και αστρούδια ή φλόκια ανάμεσα.
Σαγιάδες φορούσαν από πολύ μικρή ηλικία τα κορίτσια, άσπρους σκέτους ,τα σεγούδια. Αργότερα βάζανε με πολύ απαλό κέντημα ,τους ταβανωτούς,που ήταν ,όπως λένε ,κεντημένοι μεγάλα τετράγωνα σχήματα, συχνά εξακολουθούσαν να τους φορούν και μετά το γάμο τους . Ο φουντωτός ο καλός ο γιορτινός σαγιάς ήταν συνήθως σκούρος και είχε τις ποδιές στολισμένες με πολύχρωμα μάλλινα και μεταξωτά φλόκια .Ο τλικουστός ,ο νυφικός σαγιάς ήταν πάντα πράσινος και είχε κέντημα στις ποδιές ώς τη μέση γιατί τον φορούσαν χωρίς φούτα τη μέρα του γάμου . Για να μην ανοίγουν οι ποδιές μπροστά τις έραβαν με χρυσές βελονιές ,έτσι που το κέντημα σχημάτιζε πλατιά κεντητή ταινία . Οι καπουτζηδιανές είχαν τη συνήθεια να φορούν όλες τους ίδιους σαγιάδες στίς γιορτές π.χ τη μέρα του πάσχα φορούσαν τους πράσινους τλικουστούς , τη δεύτερη μέρα τους γαλάζιους φουντωτούς καί τήν τρίτη τους άσπρους ταβανωτούς .
Το ζουνάρι το δένανε πάνω από το σαγιά , γιατί χωρίς αυτό , λένε , δε στέκει ή φούτα. Υφαντό, κόκκινο μάλλινο , στολισμένο με τις μάννες , τις οριζόντιες λουρίδες σε διαφορετικό χρωματισμό , που φαίνονται κάθετες όταν τυλίγεται στη μέση , έχει μάκρος όσο να γυρίσει δυό φορές στο σώμα (είκ. 268 ).
Τη φούτα τη φορεί η καπουτζηδιανή καθημερινή και γιορτή μόνο η νύφη , είδαμε, δε βάζει φούτα με τον τλικουστό σαγιά τη μέρα του γάμου της. H ζαμανίσια φούτα είναι μάλλινη υφαντή γινομένη με δυό φύλλα ενωμένα στη μέση. Στολίζεται με τις μάννες που σχηματίζουν στην ύφανση οριζόντιες γραμμές με την αλλαγή των χρωματισμών σε κανονικά διαστήματα. Στο επάνω μέρος σε κάθε πλάι ,έχει μάλλινο κορδόνι, τη μπραστήλα. Τοποθετούν τη φούτα πάνω στο ζουνάρι ,αφήνοντάς το πάντα να φαίνοται στο πάνω μέρος ,σταυρώνοντουν τις μπαστήλες πίσω και τις δένουν μπροστά .
Το χρυσοκέντητο ζουνάρι μπαίνει πάνω από το μάλλινο και τη φούτα και κλείνει μπροστά με το ασημένιο κλεικουτήρι.
Η γούνα μπαίνει το χειμώνα πάνω από το σαγιά καθημερινή και γιορτή΄ γι? αυτό είχαν και μιά καλή . Ραμμένη με βυσσινί τσόχα ,δεν έχει ποτέ μανίκια και φτάνει ώς τη μέση ,σαν γιλέκο. Είναι ντυμένη εσωτερικά με άσπρη προβιά αρνιού και έχει μαύρη στο γύρο του λαιμού και στην τραχηλιά για στολισμό. Στις μασχάλες και στο στρίφωμα έχει ολόγυρα ένα γαϊτανάκι με δοντάκια καμωμένα με κλωστή, το καγκιλούδι. Οι πλαϊνες ραφές είναι πάντα στολισμένες με κέντημα. Οι καλές γούνες είναι κεντημένες με ξάφια ή σερμάδες, πού σχηματίζουν συνήθως μικρές και μεγάλες ρόκες .
Τα σκουφούνια ή οι κάλτσες ήταν πάντα πλεγμένα από τις γυναίκες. Τα μάλλινα χειμωνιάτικα σκουφούνια ήταν άσπρα ή μαύρα,πλούσια στολισμένα με κεντίδια και φτάνανε ώς κάτω από το γόνατο όπου δένονταν μ?ένα κορδόνι, όπως και οι άσπρες μπαμπακερές καλοκαιρινές κάλτσες.
Παπούτσια Δε φορούσαν,ήταν ξυπόλυτες. Αργότερα βάλανε παντόφλες και γαλέντζες.
Τα μαλλιά τους τα χώριζαν σε δυό ίσα μέρη και τα πλέκανε κοτσίδες που τις άφηναν να πέφτουν στην πλάτη . Η κουκούλα που τα σκέπαζε αποτελείται από τρία μαντήλια ,το τουλουπάνι ,το τσεμπέρι,το πισκίρι ή την κάρπα και μία ολοκέντητη ταινία, την άκρη.
Το τουλπάνι είναι το άσπρο τετράγωνο μαντήλι που χρησιμοποιούν τριγωνικά διπλωμένο για να σφίγγουν και να καλύπτουν όλα τα μαλλιά ,να μη φαίνονται κάτω από τα άλλα κομμάτια της κουκούλας. Τις δυό άκρες τις αφήνουν να πέφτουν ελεύθερες μπροστά και αφού δέσουν την άκρη σταυρώνουν τις μύτες του τουλουπανιού κάτω από το σαγόνι και τις στερεώνουν ψηλά στους κροτάφους, περνώντας τις γωνίες τους μέσα από την άκρη. Έτσι κάλυπταν τα αυτιά και το λαιμό ενώ το πισκίρι στόλιζε τα πλάγια και την πλάτη.
Το τσεμπέρι ,ένα τετράγωνο άσπρο σταμπωτό μαντήλι, το δίπλωναν τριγωνικά , το ξαναδίπλωναν κια το δένανε σφιχτά στο κεφάλι. Το τσεμπέρι προετοιμάζει το σχήμα του κεφαλιού και συγκρατεί το τσεμπέρι που μπαίνει πάνω απ? αυτό.
Το πισκίρι ή κάρπα είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο μαντήλι- μικρή πλευρά 0,85μ., μεγάλη 1,28μ., -υφασμένο από τις γυναίκες. Η κάρπα είναι συνήθως κεντημένη στις τρείς γωνίες και στις δύο πλευρές με πολύχρωμα σκούρα κεντήματα. Συχνά τα απλούστερα πισκίρια έχουν στις πλευρές κέντημα του αργαλειού. Διπλώνουν προς τα μέσα την ακέντητη γωνία την τοποθετούν στο κεφάλι πάνω από το μέτωπο και αφήνουν τις κεντητές πλευρές να πέφτουν ελεύθερα στα πλάγια και πίσω. Στη μιά πλευρά το πισκίρι έχει κρόσια από τις κλωστές του στημονιού και φούντες από τις κλωστές του κεντήματος.
Η άκρη είναι μιά άσπρη ή κόκκινη λουρίδα στενή ?0,04μ.- και μακριά ?3,30μ.- κεντημένη στο κέντρο και στις δυό άκρες της με πολύχρωμα μετάξια σε γεωμετρικά συνήθως σχέδια,ή κρεμάστρα με τα μήλα ή το μελούσι, που έχει για τέλειωμα φούντες από τα ίδια μετάξια. Το κεντρικό τμήμα της άκρης το τοποθετούν πάνω από την κάρπα στο μέτωπο ,σαν διάδημα, και τις δυό λουρίδες της τις σταυρώνουν πίσω, τις περνούν κάτω από το σαγόνι, πάλι πιό ψηλά στο κεφάλι και τις δένουν πίσω σε φιόγκο ,ενώ οι κεντημένες άκρες της πέφτουν ώς τον ποδόγυρο του ποκαμίσου.
Οι αλυσίδες με τα φλουριά και τις ντούμπλες στίλιζαν το στήθος της Καπουτζηδιανής είχαν άλλοτε λιγότερες και άλλοτε περισσότερες Αλυσίδες με ντούμλες ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του γαμπρού και της νύφης.
Το κλεικουτήρι έκλεινε μπροστά το χρυσοκέντητο ζουνάρι.Ασημένιο συνήθως, είναι δουλεμένο με τη φουσκωτή τεχνική και σπανιότερα τη χυτή- σκαλιστή.
Το σουργούτς ή λουδί ,το απαραίτητο ασημένιο νυφικό κόσμηματης Καπουτζηδιανής από τα πιό χαρακτηριστικά ελληνικά κοσμήματα μιμείται μικρή ανθοδέσμη, γι? αυτό και το ονομάζουν λούδι.Τα τελευταία
Χρόνια στη θέση του βάζουν αλήθινά λουλούδια .
Τά κρεματσούλια ή κρεματσιούλια , είναι τά σκουλαρίκια μέ τά πετράδια καί τίς άλυσιδίτσες , όμοια μέ βυζαντινά πρότυπα.
Τά κοσμήματα της καπουτζιανής τά συμπληρώνουν μπελετζίκια καί δαχτυλίδια.
Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ ? ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Στην Πυλαία, όταν τα κορίτσια έφταναν στα δεκατρία ή δεκατέσσερα τους χρόνια, οι γονείς προσπαθούσαν να τις βρουν γαμπρό. Καμιά φορά όμως οι γονείς τα αρραβωνιάζουν κι όταν ακόμα ήταν νήπια, χωρίς βέβαια να το γνωρίζουν τα ίδια . Όπως σε άλλα χωριά έτσι και στην Πυλαία τηρούνταν πιστά τα ήθη. Σύμφωνα με την παράδοση οι γονείς έπρεπε να παντρεύουν πρώτα τα κορίτσια, κι ύστερα τους γιους, με τη σειρά που γεννήθηκαν. Κι αν κατά τύχη η πρώτη δεν παντρευόταν, τότε περίμεναν και τ? άλλα κορίτσια. Τα χρόνια εκείνα κανένας δε ρωτούσε τη γνώμη της κοπέλας. Κανένας δεν άκουγε τι ποθούσε η καρδιά της. Το σύντροφο της ζωής της τον διάλεγαν οι γονείς. Ήθελαν να? ναι από σοι, να έχει χωράφια και ζωντανά. Τις προξενιές τις έκαναν συνήθως οι γυναίκες του χωριού, αφού ο γάμος χωρίς αυτές ήταν αδιανόητος. Οι ίδιες ένιωθαν περήφανες για το λειτούργημα αυτό. Όλα γίνονταν με απόλυτη μυστικότητα, για να μην προκληθεί γλωσσοφαγιά και χαλάσει το συνοικέσιο. Έτσι, όταν όλα πήγαιναν κατ? ευχήν, οι δυό συμπέθεροι συναντιόντουσαν σ? ένα σπίτι, έδιναν τα χέρια και μετά ανακοίνωναν το ΄΄χαϊρλίδικο΄΄. Ήταν τέτοιο το πνεύμα της εποχής και τόσος ο σεβασμός στην πατρική κρίση, που ο γαμπρός και η νύφη δέχονταν, αν όχι πάντα με χαρά, τουλάχιστον πάντα αδιαμαρτύρητα. Στην Πυλαία επίσημος αρραβώνας δε γινόταν. Ο προξενητής ήταν εκείνος που μεσολαβούσε για την ανταλλαγή σημαδιών, που ήταν τα μυγδαλάτα (είδος φλουριού). Τα μυγδαλάτα, τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης, τα έδεναν σε κλαδιά βασιλικού με κόκκινη κλωστή. H νύφη τοποθετούσε ένα μυγδαλάτο στο μαντήλι του κεφαλιού της, την περίοδο της λοχείας της δηλ. επί σαράντα (40) μέρες. Το άλλο μυγδαλάτο το τοποθετούσαν στο σκουφάκι του νεογέννητου. Ο αρραβώνας διαρκούσε αρκετά χρόνια (5-6). Κατά την περίοδο της μνηστείας, ο γαμπρός και η νύφη, αντάλλαζαν δώρα στις γιορτές των Χριστουγέννων, των Απόκρεω, του Πάσχα και της Παναγίας.
Τα δώρα από την πλευρά του γαμπρού ήταν τα ακόλουθα:
1. Ασημένια φλουριά, δαχτυλίδια και βραχιόλια.
2. Σκουφούνια (μάλλινες κάλτσες πλεγμένες με βελόνες)
3. Τιρλίκια
4. Παντόφλες
5. Ντούμπλες
6. Μπασμάδες ( κεφαλομάντηλα μάλλινα).
Δώρα από την πλευρά της νύφης για τον γαμπρό:
1. Μανικάκια
2. Σκουφούνια
3. Τσαμαντάνια: Ήταν είδος γιλέκου
4. Καμζέλες: είδος γιλέκου χωρίς μανίκια.
Ο ΓΑΜΟΣ
Τον γάμο στην Πυλαία τον λένε και χαρά. Δέκα ολόκληρες μέρες κρατούσε ο παλιός γάμος. Οι δύο πατριαρχικές οικογένειες των νέων, πότε χωριστά και πότε μαζί, τις αφιέρωναν σε χίλιες γραφικές προετοιμασίες κι άλλα τόσα ξεφαντώματα, φροντίζοντας ιδιαίτερα να προστατεύουν από τα μάγια και τη βασκανία το γαμπρό και τη νύφη. Την Παρασκευή (10 μέρες πριν το γάμο) οι φίλες της νύφης καθώς και άλλες γυναίκες συγγενείς και γειτόνισσες έπλεναν προικιά της νύφης. Ακολουθούσε γεύμα από φασόλια, πιλάφι και ελιές. Το βράδυ οι φίλες σιδέρωναν τα ασπρόρουχα με σίδερο που έκαιγε κάρβουνα. Τη Δεύτερη μέρα του γάμου, στο σπίτι του γαμπρού ζύμωναν δυο μεγάλα κλίκια (κουλούρια). Το απόγευμα της ίδιας μέρας κοπέλες της γειτονιάς και συγγενείς έφτιαχναν ένα στεφάνι. Το βράδυ της ίδιας μέρας οι γονείς του γαμπρού μ? ένα θείο πήγαιναν στο σπίτι της νύφης. Πριν φύγουν τα συμπεθέρια, η νύφη τους δώριζε μαντήλια φιλώντας τους το χέρι, παίρνοντας απ? αυτούς το ριγάλο. Την Τετάρτη το πρωί η αδερφή του γαμπρού κοσκίνιζε το αλεύρι, έχοντας στο κεφάλι της το καπέλο του αδερφού της. Με το αλεύρι αυτό θα έπλαθαν τα κλίκια, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για προσκλητήρια. Όταν τελείωνε το κοσκίνισμα, έριχνε το δαχτυλίδι του γαμπρού μέσα στο αλεύρι, παρουσία πολλών γυναικών, λέγοντας διάφορες ευχές και μετά άρχιζε το ζύμωμα. Μετά οι γυναίκες μοίραζαν τη ζύμη, για να πλάσουν όλες μαζί τα κλίκια, ανυπομονώντας για το ποια θα βρει το δαχτυλίδι του γαμπρού, ώστε να μπορέσει να πάρει απ? αυτόν το ριγάλο. Εκείνη που έβρισκε το δαχτυλίδι, την Κυριακή του γάμου, την ώρα που έντυναν το γαμπρό, πήγαιναν μπροστά του, έστρωνε ένα μαντίλι στα πόδια του και χορεύοντας ζητούσε χρήματα, για να του δώσει το δαχτυλίδι. Ο γαμπρός έριχνε χρήματα στο μαντήλι. Εάν όμως της φαινόταν λίγα, εξακολουθούσε να χορεύει και να ζητά περισσότερα. Έπειτα, ικανοποιημένη, έδινε το δαχτυλίδι στον γαμπρό. Την Παρασκευή μαζεύονταν οι φίλες και συγγενείς της νύφης, για να προσκαλέσουν. Όπως προαναφέραμε, τα κλίκια ήταν τα προσκλητήρια. Το Σάββατο το πρωί έρχονταν οι γύφτοι με τα νταούλια και τους ζουρνάδες, παίζοντας ένα παραπονιάρικο και γρήγορο ρυθμό, για να συγκεντρωθεί όλο το χωριό και ν? αρχίσει το σφάξιμο των αρνιών. Μόλις άρχιζε το σφάξιμο, ο ρυθμός γινόταν παραπονιάρικος. Ακολουθούσε γεύμα. Το Σάββατο το απόγευμα, στο σπίτι της νύφης, έδειχναν τα προικιά της. Το απόγευμα της ίδιας μέρας στο σπίτι του γαμπρού πήγαιναν τα νταούλια και άρχιζε ο χορός, που τον άνοιγαν γριές, ακολουθούσαν οι παντρεμένες, οι κοπέλες και στο τέλος τα μικρά παιδιά. Ο χορός που άρχιζαν ήταν πάντοτε καρσιλαμάς, ένα είδος χορού που χορεύεται κατά ζεύγη, αντικριστά. Όταν τελείωνε ο χορός στο σπίτι του γαμπρού, τα νταούλια πήγαιναν στο κουμπάρο. Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, έρχονταν τα νταούλια στο σπίτι της νύφης σταλμένα από τον γαμπρό κι αμέσως άρχιζε ο χορός. Το πρωί της Κυριακής στο σπίτι του γαμπρού ερχόταν ο κουρέας να ξυρίσει τον γαμπρό. Το μεσημέρι ακολουθούσε γεύμα με φαγητά που έφερναν οι ίδιοι οι καλεσμένοι, που συνήθως ήταν ψάρι. Μετά το γεύμα άρχιζε το ντύσιμο του γαμπρού τον οποίο βοηθούσε ο πιο αγαπημένος του φίλος. Ο γαμπρός το διάστημα αυτό του ντυσίματος πατούσε πάνω σε αλέτρι και σ? ένα λουρί. Το αλέτρι βέβαια ήταν από σίδερο και το πατούσε ο γαμπρός, για να είναι γερός σαν το σίδερο. Το γαμπριάτικο κουστούμι ήταν συνήθως φουστανέλα, ενώ το φόρεμα της νύφης ήταν ο σαγιάς. Κατά τη διάρκεια του ντυσίματος του γαμπρού, δυο φίλοι του, έχοντας σε μια πυκνάδα ματσάκια από λουλούδια και με τη συνοδεία νταουλιών, πήγαιναν σε κάθε συγγενή και αφού χόρεύαν με την πυκνάδα στο χέρι, καρφίτσωναν το λουλούδι στο πέτο του συγγενή, ενώ εκείνος έριχνε χρήματα μέσα στην πυκνάδα. Το μεσημέρι και αφού τελείωναν όλες οι διαδικασίες τόσο στο σπίτι της νύφης όσο και στου γαμπρού, ξεκινούσαν οι συγγενείς, οι φίλοι και τα κουμπαριά πεζοί, ενώ ο γαμπρός ήταν ανεβασμένος σε άσπρο άλογο, το οποίο είχαν στολίσει με χάντρες και λευκά μαντήλια και ξεκινούσαν για το σπίτι της νύφης. Μόλις έφταναν στο σπίτι της νύφης, κάθονταν όλοι στα τραπέζια που ήταν γεμάτα με μεζέδες, ενώ ο γαμπρός με τον φίλο του πήγαινε να ζητήσει την ευχή από τα πεθερικά του. Μαζί με την ευχή τα πεθερικά του έδιναν ψωμί, αλάτι και κρασί. Μετά ο γαμπρός απομακρυνόταν από τους παρευρισκόμενους, επειδή θα έβγαινε η νύφη την οποία δεν έπρεπε να δει. Καθώς εκείνη έστεκε στην εξώπορτα του σπιτιού της, μια θεία της ? κρατώντας τα δάχτυλά της, όπως κάνουμε τον σταυρό μας ? τοποθετούσε στην κορυφή του κεφαλιού της νύφης το χέρι της, την προσκυνούσε τρεις φορές και μετά της έδινε ένα κουλούρι, το οποίο έσπαζε σε τρία κομμάτια. Από τα τρία τα δύο τα έριχνε έξω από το σπίτι και το ένα μέσα. Τα δύο κομμάτια του κουλουριού συμβόλιζαν τη νύφη που άφηνε το σπίτι της και θ? ακολουθούσε τον άντρα της. Δύο φίλοι του γαμπρού έρχονταν με κάρο, που το έσερνε άσπρο άλογο για να πάρουν την προίκα της νύφης. Μόλις τελείωνε το ντάρισμα στο σπίτι της νύφης όλη η γαμήλια πομπή ξεκινούσε για την εκκλησία. Χορεύοντας υπό ήχους μουσικής, τα μπρατίμια, οι αδελφικοί φίλοι του γαμπρού, που αποτελούσαν την αρχή της πομπής, προχωρούσαν χορεύοντας αλλά και πίνοντας, από το ΄΄κροντήρι΄΄ κρασί. Κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα οι φίλοι του γαμπρού σταματούσαν, έριχναν ένα μαντήλι μπροστά στον κουμπάρο και χορεύοντας ζητούσαν χρήματα. Εάν ο κουμπάρος δεν έριχνε χρήματα, η πομπή δεν προχωρούσε. Όταν έφτανε η νύφη στην αυλόπορτα της εκκλησίας, περίμενε την πεθερά της, η οποία ερχόταν κάπως αργοπορημένη κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μικρό αγοράκι και έδινε στην νύφη ένα κουλούρι. Η νύφη έσπαζε πάνω στο κεφάλι της το κουλούρι σε τρία κομμάτια που αυτή τη φορά έριχνε τα δύο πίσω και το ένα μπροστά. Κατά τη διάρκεια της τελέσεως του Θείου μυστηρίου ορισμένοι συγγενείς και φίλοι έμεναν στην αυλόπορτα της εκκλησίας και συνέχιζαν να χορεύουν. Τα στέφανα που αντάλλαζε ο κουμπάρος ήταν της εκκλησίας και ήταν μεταλλικά. Μετά την τέλεση του Θείου μυστηρίου, οι συγγενείς μοίραζαν 2-3 κουφέτα, που είχαν χύμα σε μια σουπιέρα. Αργότερα καθιερώθηκαν οι μπομπονιέρες. Η πομπή ξεκινούσε από το σπίτι του γαμπρού, χορεύοντας και πάλι. Καθώς έφταναν στο σπίτι του, κάποιος χτυπούσε το χέρι του γαμπρού ο οποίος άφηνε τη νύφη και έτρεχε προς το σπίτι του, προσέχοντας να μην χτυπηθεί από κάποιον άλλον φίλο του. Μόλις έφτανε η νύφη στο σπίτι, στεκόταν στην εξώπορτα του σπιτιού του γαμπρού, ενώ μια συννυφάδα ή κουνιάδα της έδινε μέλι, ρόδι και μήλο. Στο χορό χόρευε πρώτος ο κουμπάρος, μετά ακολουθούσαν η νύφη, ο γαμπρός, τα πεθερικά και τέλος συγγενείς της νύφης, οι οποίοι μετά το χορό έπρεπε να φύγουν, αφού προηγουμένως οι φίλες και οι αδερφές της την ξέντυναν. Το πέπλο ή ένα παπούτσι έπρεπε να βγάλει ο γαμπρός. Τη Δευτέρα το βράδυ, η νύφη πάνω από το σεντόνι έστρωνε ένα άσπρο πουκάμισο, γιατί καθώς θα πλάγιαζαν οι νεόνυμφοι το σημάδι της παρθενίας θα έμενε σ? αυτό. Το πουκάμισο αυτό η νύφη το κρατούσε στο εικονοστάσι για ένα χρόνο. Οι πρώτοι που έβλεπαν την παρθενία ήταν η πεθερά και ο πεθερός. Τα χρόνια εκείνα η παρθενία είχε μεγάλη σημασία. Αν κατά τύχη η νύφη δεν ήταν παρθένα, την έπαιρναν και τη γύριζαν πίσω στο πατρικό της σπίτι, εάν όμως ήταν παρθένα, τότε χτυπούσε την Τρίτη το πρωί το νταούλι, για να μάθει όλο το χωριό.
ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ
Το πρωί της παραμονής των Φώτων οι νοικοκυρές, για να φύγουν οι καλικάντζαροι, έριχναν στάχτη γύρω από το σπίτι, πράγμα που έπρεπε να γίνει πριν λαλήσει ο πετεινός, γιατί πίστευαν ότι, αν δεν προλάβαιναν, η φωνή του πετεινού θα ήταν φωνή δαίμονα. Μόλις ξημέρωνε πετούσαν το παλιό νερό που τυχόν είχαν στο σπίτι και έπαιρναν καινούριο νερό από την βρύση που ήταν αγιασμένο. Μ? αυτό έπλεναν τα ρούχα τους, επειδή κατά τη διάρκεια του 12ήμερου δεν έπλεναν ούτε καθάριζαν τα ρούχα. Το απόγευμα της παραμονής των Φώτων μετά το χτύπημα της καμπάνας τα παιδιά με έναν σταυρό από κλωνάρια πεύκου και ελιάς και τρία πορτοκάλια στις τρεις κορυφές του σταυρού πήγαιναν στα σπίτια και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων. Την επόμενη μέρα όλοι έπαιρναν από την εκκλησία το αγίασμα, από το οποίο έριχναν λίγο μέσα στα σπίτια τους και το υπόλοιπο ο κάθε νοικοκύρης το σκόρπιζε στα χωράφια του. Το μεσημέρι της ημέρας των Φώτων τα κορίτσια στόλιζαν τον επιτάφιο με κλαδιά πεύκου και ελιάς.